31.8.06

Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ




Ξύπνησες τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων
Ώ τι ωραία που είσαι
Με τα χαρούμενα μαλλιά σου ξέπλεκα
Και με τη βρύση που ήρθες ανοιχτή
Για να σ’ ακούω πού ζεις και πού διαβαίνεις!

Ώ τι ωραία που είσαι
Τρέχοντας με το χνούδι της κορυδαλλένιας
Γύρω από τις μοσκιές που σε φυσούνε
Καθώς φυσάει ο στεναγμός το πούπουλο
Μ’ ένα μεγάλον ήλιο στα μαλλιά
Και με μια μέλισσα στη λάμψη του χορού σου

Ώ τι ωραία που είσαι
Με το καινούριο χώμα που πονείς
Από τη ρίζα έως την κορυφή των ίσκιων
Ανάμεσα στα δίχτυα των ευκάλυπτων
Με τον μισό ουρανό μέσα στα μάτια σου
Και με τον άλλον στα μάτια που αγαπάς

Ώ τι ωραία που είσαι
Καθώς ξυπνάς τον μύλο των ανέμων
Και γέρνεις τη φωλιά σου αριστερά
Για να μην πάει χαμένος τόσος έρωτας
Για να μην παραπονεθεί ούτε μια σκιά
Στην ελληνίδα πεταλούδα που άναψες

Ψηλά με την αυγερινή ευφροσύνη σου
Γεμάτη από τη χλόη της ανατολής
Γεμάτη απ’ τα πρωτάκουστα πουλιά
Ώ τι ωραία που είσαι
Ρίχνοντας τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων
!

29.8.06

ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ

Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ




Έταξα στην ίριδα μια γη καλύτερη μιαν εποχή γεμάτη χώμα φρέσκο από χαμομήλι αμόλυντο στα γυμνά πόδια που θυμιάζουνε με φούρια πράσινη τη λαχτάρα της νεροκορφής καθώς θαμπώνουν τους δρόμους όπου χτυπούν οι πέρδικες τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας. Γέμισα κάτασπρα πουλιά τον άνεμο που θα πάει στα πρωινά εγκαίνια της θάλασσας!

Και να τώρα που είμαστε και οι δυό μας έτοιμοι, κρατιόμαστε απ’ τα χέρια, η ποδιά μας είναι παιδική, πότε ρόδινη πότε πράσινη, τα κλωνάρια μας αμάραντα.

Όταν φυσούμε ανοίγει ο πέπλος το πλατύ ριγήλισμα της άμμου στα ωραία χρόνια που θα ‘ρθουν γεμάτα νανουρίσματα και κορμιά ναϊάδων στάζοντας φύκια με πολλές διαμαντόπετρες τραγουδιών που θα ξαναγυρίσουν ανέγγιχτα στο βάθος τ’ ουρανού. Από κει θ’ αρχίσει κι ο μόχθος, κι η ευτυχία θα μπει στα κρύσταλλα που περιμέναμε χωρίς άλλες κορυφογραμμές χωρίς άλλα νησιά χωρίς άλλες ιστορίες από κείνες που ταιριάζουν στα στήθια μας αλλά και στα στήθια όλου του κόσμου γιατί όλος ο κόσμος αγαπάει τα πράγματα που τον αγαπούνε και τρέχει στην απέραντη χλωρασιά της ψυχής του όπως τρέχει ο καταρράχτης στα βουνά, ο ύμνος στα χρυσά μαλλιά των παλικαριών της Δικαιοσύνης.

24.8.06

ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ





Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα
τα χρώματα πάνω στη γη
Όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτης
Όταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ’ έναν κάμπο αθέριστο
Και τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μακριά
Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει
ανάποδα τα χρόνια
Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν
στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους
Η μια βερικοκιά σκύβει στην άλλη κα το χώμα πέφτει από
την αγκαλιά του ξυπνητού νερού
Η σφήκα στο κορμί του φλόμου ανοίγει τα φτερά της
Ύστερα ξαφνικά πετάει και χάνεται βουίζοντας
Κι από σταλαγματιά σε φύλλο κι από φύλλο σε άγαλμα όσο πάει
και πιο πολύ μεταμορφώνεται ο καιρός
Παίρνει τα πράγματα που σε θυμίζουν κι όσο πάει και πιο πολύ
τα συγγενεύει μες στον έρωτά του
Ο ίδιος πόθος ξαναϋφαίνεται
Ο κορμός όλος φλέγεται του δέντρου του ήλιου της καλής καρδιάς

Έτσι σε βλέπω ακόμη στην αχτίδα της αιώνιας μέρας
Ν’ ακούς το χτυποκάρδι της στεριάς
Η γέννηση δεν άλλαξε ούτε μια χαρά σου

Άφηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας
Τίναζες το κεφάλι σου σαπουνισμένο από την πρωινή ομορφιά
Η αιθρία πλάταινε τα μάτια σου
Δεν ήταν αίνιγμα που να μη σβήνει πια που να μη γίνεται καπνός
σε στόμα αιόλου
Άλλαζες με τα χέρια σου τις εποχές
Βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες
Κι η μέρα χάραζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε, μεγάλη
ευχή πάνω στα ηλιοτρόπια

Τι ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες, τι ξέρει
ο γρύλος
Η καμπάνα του χωριού που ανοίγεται στον άνεμο
Η κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού
Μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
Έλα λοιπόν απ’ την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα
Ν’ ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού
Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ’ αναστήσουν το αίσθημα
Γενναίο σαν στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει
Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου

Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια
Όλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριά
Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνου
Από την άλλην όψη της κακοτυχιάς
Θα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλα
Στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς
Θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος.

19.8.06

ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ

Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ




ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ





Εδώ που η έρημη ματιά φυσάει τις πέτρες και τ’ αθάνατα
Εδώ που ακούγονται βαθιά τα βήματα του χρόνου
Που ανοίγουνε μεγάλα σύννεφα χρυσά εξαφτέρυγα
Πάνω από τη μετόπη τ’ ουρανού
Πες μου από πού ξεκίνησε η αιωνιότητα
Πες μου ποιο σημάδι που πονείς
Και ποιο το ριζικό της ελεμίνθας

Ώ γη της Βοιωτίας που σε φέγγει ο άνεμος
Τι γίνηκεν η ορχήστρα των γυμνών χεριών κάτω απ’ τ’ ανάχτορα
Το έλεος που ανέβαινε σαν ιερός καπνός
Που είναι οι πύλες που ξημέρωνε τη φρίκη των λαών
Όταν ο ήλιος σπάραζε στη λόγχη της καρδιάς
Κι άναβαν τα εμφύλια κελαηδίσματα
Τι γίνηκαν οι αθάνατες μάρτιες σπονδές
Οι ελληνικές γραμμές μες στο νερό της χλόης

Λαβώθηκαν τα μέτωπα κι οι αγκώνες
Ο χρόνος από τον πολύ ουρανό κύλησε ρόδινος
Οι άνθρωποι προχωρήσανε
Γεμάτοι οδύνη και όνειρο
Στυφή μορφή! Εξευγενισμένη από τον άνεμο
Θύελλας καλοκαιρινής που τα πυρρόξανθα ίχνη
Αφήνει στις γραμμές των λόφων και των αετών
Στις γραμμές της παλάμης σου του πεπρωμένου

Τι ξέρεις ν’ αντικρίζεις και τι ξέρεις να φορείς
Ντυμένη από τη μουσική των χόρτων και πως προχωρείς
Μέσα απ’ τα ρείκια ή τις αλισφακιές
Στο τελικό σημείο του βέλους

Σ’ αυτό το κοκκινόχωμα της Βοιωτίας
Μέσα στων βράχων το ερημικό εμβατήριο
Θ’ ανάψεις τα χρυσά δεμάτια της φωτιάς
Θα ξεριζώσεις την κακή καρποφορία της θύμησης
Θ’ αφήσεις μια πικρή ψυχή στην άγρια μέντα!

16.8.06

ΒΑΘΟΣ

Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


ΒΑΘΟΣ




Αρχίσαμε μια λέξη που να μη χωράει τον ουρανό αλλά να τυραννεί την άνεση του ανέμου καθώς ξεχύνεται στις χτυπημένες από την άρμη της προσδοκίας στεριές ή πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδίζει από αιώνες απόκληρος της λησμονιάς ο ίσκιος. Ορκισμένη χώρα! Παλιά πουλιά γεμάτα σύννεφα, πότε κατά τη δύση που χαράζει στα στήθια μας έλη ανίας, πότε κατά την ανώριμη καρδιά που ζητάει να μπει πεισματικά στη φύση …

Ακόμη θυμόμαστε τα κουρέλια μιας πυρκαγιάς γενναιόφρονης, τα πειράματα ενός χαρταετού που σάστισε τα δάχτυλά μας ψηλά στον αγέρα ή στην αρχή ενός δρόμου όπου σταθήκαμε για ν’ αναζητήσουμε μια γυναίκα γεμάτη ανταποκρίσεις γεμάτη σκιές στοργής ταιριασμένης στα τολμηρά κεφάλια μας. Ακόμη θυμόμαστε την αγνότητα που την είχαμε βρει τόσο αινιγματική, πλυμένη σε μιαν αυγή που αγαπούσαμε γιατί δεν ξέραμε πως μέσα μας, ακόμη πιο βαθιά, ετοιμάζαμε άλλα όνειρα πιο μεγάλα που θα ‘πρεπε να σφίξουν στην αγκαλιά τους ακόμη περισσότερο χώμα, περισσότερο αίμα, περισσότερο νερό, περισσότερη φωτιά, περισσότερον Έρωτα!

14.8.06

ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ




ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ





Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα Χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μέσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!

Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω απ’ τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων

Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν απ’ την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!

13.8.06

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ



ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ






Ποιος ειρμός ψυχής στις αλκυόνες του απογέματος!
Ποια νηνεμία στις φωνές της μακρινής στεριάς!
Ο κούκος μες στων δέντρων το μαντίλι
Κι η μυστική στιγμή του δείπνου των ψαραδων
Κι η θάλασσα που παίζει με τη φυσαρμόνικα
Το μακρινό μαράζι της γυναίκας
Της ωραίας που γύμνωσε τα στήθη της
Όταν η θύμηση μπήκε στις φωλιές
Κι οι πασχαλιές ραντίσαν με φωτιά τη δύση!

Με το καΐκι και με τα πανιά της Παναγίας
Έφυγαν κατευόδιο των ανέμων
Οι εραστές της ξενιτιάς των κρίνων
Αλλά η νύχτα πως εδώ κελάρυσε τον ύπνο
Με γάργαρα μαλλιά στους φεγγερούς λαιμούς
Ή στις μεγάλες άσπρες παραλίες
Και πως με το χρυσό σπαθί του Ωρίωνα
Σκόρπισε και ξεχύθηκε ψηλά
Ή σκόνη από τα όνειρα των κοριτσιών
Που ευώδιασαν βασιλικό και δυόσμο!

Στα τρίστρατα όπου στάθηκεν η αρχαία μάγισσα
Καίοντας με ξερό θυμάρι τους ανέμους
Οι λυγερές σκιές αλαφροπερπατήσανε
Μ’ ένα σταμνί γεμάτο αμίλητο νερό στο χέρι
Εύκολα σαν να μπαίναν στον Παράδεισο
Κι από την προσευχή των γρύλων που άφρισε τους κάμπους
Οι όμορφες ξεπροβάλανε με δέρμα φεγγαριού
Για να χορέψουνε στο μεσονύχτιο αλώνι …

Ώ σημάδια που περνάτε μες στο βάθος
Του νερού που κρατάει έναν καθρέφτη
Εφτά κρινάκια που λαμποκοπάτε

Όταν ξαναγυρίσει το σπαθί του Ωρίωνα
Θα ‘βρει φτωχό ψωμί κάτω από το λυχνάρι
Αλλά ψυχή στη χόβολη των άστρων
Θα ‘βρει μεγάλα χέρια διακλαδωμένα στο άπειρο
Έρημα φύκια στερνοπαίδια του γιαλού
Χρόνια πετράδια πράσινα

Ώ πράσινο πετράδι – ποιος θυελλομάντης είδε
Να σταματάς το φως στη γέννηση της μέρας
Το φως στη γέννηση των δυο ματιών του κόσμου!

10.8.06

ΟΛΒΙΑ ΝΤΟΝΝΑ

Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


ΟΛΒΙΑ ΝΤΟΝΝΑ





Στο άστρο του Α.



Πάρε μια γύρη από λαμπύρισμα παρηγοριάς
Μια θέση που ν’ αστράφτει στο άπειρο
Ψηλότερα κι από την πιο ψηλήν ελπίδα σου
Όλβια Ντόννα! Κι από την άκρη του κόσμου των αχτίδων
Κύλησε με σμαράγδι αναλυτό
Κύματα για τον ζέφυρο της μουσικής του νότου

Κύματα για τον ζέφυρο της μουσικής που παίρνει
Την παρθενιά της νύχτας μακριά
Με ταξίδια σε σπηλιές απέραντες
Με κορίτσια που αγαπούν τις αγκαλιές των κρίνων
Και μελωδούν το βάθος του ουρανού
Και νοσταλγούν τα’ αγιάζι της αιθερημίας

Πάρε μια θέση που ν’ αστράφτει στο άπειρο
Μια κόρη γαλανού ματιού απροσμέτρητου
Με στήμονες ευχής στο ανάστημά σου
Όλβια Ντόννα! Κι από μια καρδιά ομοούσια
Πέρασε για να δεις των χρόνων το βυθό
Σπαρμένο από τα βότσαλα της νηνεμίας.

5.8.06

ADAGIO

Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ



ADAGIO








Έλα μαζί να διαφιλονικήσουμε απ’ τον ύπνο το νωχελικό προσκέφαλο που πλέει στο διπλανό φεγγάρι. Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυο μαζί λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ή άστρα. Γιατί πολύ θα ‘χουμε ζήσει από τα δάκρυα τη μαρμαρυγή και θ’ αγαπούμε τη σωστή γαλήνη.
Άγγελοι αν δεν είναι οι άγγελοι μ’ άσωτα βιολιά ν’ αναρριπίζουν τις νυχτιές μ’ αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! Φλάουτα ν’ αγεροδρομούν πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιά μαργαριτάρια σε κουπιά νερόβια. Και πιο βαθιά μες στ’ αναμμένα φραγκοστάφυλα, σιγά σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσες που θα μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλλογισμένα δέντρα.
Ώ έλα να ιδρύσουμε τα όνειρα, έλα μαζί να δούμε τη γαλήνη. Δε θα ‘ναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ’ την πίκρα παρά η καρδιά που βρέχεται απ’ τη γοητεία, δε θα ‘ναι παρά η καρδιά που ανήκει στον δικό μας έρημο ουρανό.
Έλα στον ώμο μου να ονειρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία. Ώ είσαι μια γυναίκα ωραία. Ώ είσαι ωραία. Ωραία.

4.8.06

ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ

Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ



ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ





Ελαιώνες κι αμπέλια ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός

Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.

Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ’ την ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί – τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου
το πελαγίσιο του έμβλημα

Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη –
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο
βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες – Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του
ο χρόνος

Σ’ άφησα τότες

Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ’ άσπρα σπίτια
Τ΄ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα.

Τώρα θα ‘χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θα ‘χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο.