27.10.07

Α'

ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ


Α’






Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Καθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

Εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Και μια σημαία πλατάγιαζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Μα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού

Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

Τώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Από λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου

Τα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.

21.10.07

ΕΦΤΑ ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ


ΕΦΤΑ ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ






ΚΥΡΙΑΚΗ – Πρωί, στο Ναό του Μοσχοφόρου. Λέω: να γίνει αληθινή
σαν δέντρο η ωραία Μυρτώ· και τ’ αρνάκι της, κοιτάζοντας ίσια
στα μάτια το δολοφόνο μου, για μια στιγμή, να τιμωρήσει το
πικρότατο μέλλον.

ΔΕΥΤΕΡΑ – Παρουσία της χλόης και νερού στα πόδια μου. Που θα πει
πως υπάρχω. Πριν ή μετά το βλέμμα που θα μ’ απολιθώσει, το
δεξί χέρι ψηλά κρατώντας έναν πελώριο γαλάζιο Στάχυ. Γι να
ιδρύσω τα Νέα Ζώδια.

ΤΡΙΤΗ - Έξοδος των αριθμών. Πάλη του 1 με το 9 σε μια παραλία
πανέρημη, γεμάτη μαύρα βότσαλα, φύκια σωρούς, μεγάλες
ραχοκοκαλιές θηρίων στα βράχια.
Τα δυό παλιά κι αγαπημένα μου άλογα, χρεμετίζοντας όρθια
πάνω από τους ατμούς που ανεβάζει το θειάφι της θαλάσσης.

ΤΕΤΑΡΤΗ – Από την άλλη μεριά του Κεραυνού. Το καμένο χέρι που
θα ξαναβλαστήσει. Να ισιώσει τις πτυχές του κόσμου.

ΠΕΜΠΤΗ – Ανοιχτή θύρα: σκαλοπάτια πέτρινα, κεφαλές από γεράνια,
και πιο πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί, τρίμματα χοχλιδιών
στον ήλιο. Ένας τράγος μηρυκάζει αργά τους αιώνες, κι ο
καπνός, γαλήνιος, ανεβαίνει μέσ’ από τα κέρατα.
Την ώρα που κρυφά, στην πίσω αυλή, φιλιέται η κόρη του
περιβολάρη, κι από την πολλή αγαλλίαση μια γλάστρα πέφτει και
τσακίζεται.
Α, να σώσω αυτόν τον ήχο!

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ – «Της Μεταμορφώσεως» των γυναικών που αγάπησα
χωρίς ελπίδα: Ηχώ: Μα-ρί-νααα! Ε-λέ-νηηη! Κάθε χτύπος
καμπάνας, κι από μια πασχαλιά στην αγκαλιά μου. Ύστερα φως
παράξενο, και δύο ανόμοια περιστέρια που με τραβούν ψηλά
σ’ ένα μεγάλο κισσοστολισμένο σπίτι.

ΣΑΒΒΑΤΟ – Κυπαρίσσι από το σόι μου, που το κόβουν άντρες
βλοσυροί και αμίλητοι: γι’ αρρεβώνα ή θάνατο. Σκάβουν το χώμα
γύρω και το ραντίζουν με γαριφαλόνερο.
Έχοντας εγώ κιόλας απαγγείλει τα λόγια που απομαγνητίζουν
το άπειρο!

14.10.07

O ΑΛΛΟΣ ΝΩΕ

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ


O ΑΛΛΟΣ ΝΩΕ







Έριξα τους ορίζοντες μες στον ασβέστη, και με χέρι αργό αλλά σίγουρο πήρα να χρίσω τους τέσσερις τοίχους του μέλλοντός μου.

Η ασέλγεια, είπα, είναι καιρός ν’ αρχίσει τώρα το ιερατικό της στάδιο, και σε μια Μονή Φωτός ν’ ασφαλίσει την υπέροχη στιγμή που ο άνεμος έξυσε λίγο συννεφάκι πάνω από τ’ ακρότατο δέντρο της γης.

Κείνα που μόνος μόχθησα να βρω, για να κρατήσω το ύφος μου μέσα στην καταφρόνια, θα ‘ρθουν –από το δυνατό του ευκαλύπτου οξύ ως το θρόισμα της γυναίκας- να σωθούν στης ασκητείας μου την Κιβωτό.

Και το πιο μακρινό και παραγκωνισμένο ρυάκι, κι απ’ τα πουλιά το μόνο που μ’ αφήκαν, το σπουργίτι, κι από το πενιχρό της πίκρας λεξιλόγιο, δύο , καν τρία, λόγια: ψωμί, καημός, αγάπη…

(Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο, κι απ’ το ραμφί του σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο, και δεν αφήσατε μήτε μια τόση δα φωνούλα καθαρού νερού να συλλαβίσει στην χλόη την αγάπη μου

Εγώ που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια της λάμψης, ω Καιροί, δε συγχωρώ.)

Κι όταν, ο ένας του άλλου τρώγοντας τα σπλάχνα, λιγοστέψει ο άνθρωπος, κι από τη μια στην άλλη

Γενεά, κυλώντας το Κακό, αποθηριωθεί μες στο παντερειπωτικό ουράνιο

Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, πάνω από τη σκουριά του χαλασμένου κόσμου στροβιλίζοντας, θα παν να δικαιώσουν τη μικρή μου σύνεση

Κι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ’ ανοίξουν, ένα ένα στα χείλη του νερού να τρίξουν τα λόγια τα πικρά

Το παλιό μου της απελπισίας νόημα δίνοντας

Ωσάν δάγκωμα σε φύλλο ουρανικού ευκαλύπτου, η αγία των ηδονών ημέρα να μυρίσει

Και γυμνή ν’ ανέβει το ρεύμα του Καιρού η γυναίκα η Χλοοφόρος

Που μ’ αργότη ανοίγοντας βασιλική τα δάχτυλα, μια για πάντα θα στείλει το πουλί

Στων ανθρώπων τον ανίερο κάματο, από κει που έσφαλε ο Θεός, να στάξει

Τρίλια της Παράδεισος!


ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ή ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ





ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ή ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ


Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών
της: Μεσημέρι.

Άδραξε μυτερό χαλίκι, κι αργά, με δεξιοσύνη, ο ήλιος, πάνω απ’ τον
ώμο της Κόρης του Ευθυδίκου, χάραξε τα πτερύγια των ζεφύρων.

Το φως δουλεύοντας τη σάρκα μου, φάνηκε μια στιγμή στο στήθος το
μενεξεδί αποτύπωμα, κει που η τύψη μ’ άγγιξε κι έτρεχα σαν
τρελός. Ύστερα, μες στα πλάγια φύλλα ο ύπνος μ’ αποστέγνωσε,
κι έμεινα μόνος. Μόνος.

Ζήλεψα τη σταλαγματιά που απαρατήρητη δόξαζε τα σκίνα. Όμοια
να ‘μουν στο έκπαγλο μάτι που αξιώθηκε να δει το τέλος του
Ελέους!

Ή μήνα κι ήμουν; Στην τραχύτη του βράχου, ανάρραγου από την κορφή
ως τα βάραθρα, γνώρισα τα πεισματικά σαγόνια μου. Που
σπάραζαν το κτήνος μέσα στον άλλο αιώνα.

Και η άμμο πέρα, κατακαθισμένη από την ευφροσύνη που μου ‘δωκεν
η θάλασσα, κάποτε, σαν βλαστήμησαν οι ανθρώποι κι άνοιγα
τις οργιές με βιάση να ξεδώσω μέσα της· να ‘ταν αυτό που γύρευα;
η αγνότητα;

Το νερό αναστρέφοντας το ρέμα του, μπήκα στο νόημα της μυρσίνης
όπου φυγοδικούν οι ερωτευμένοι. Άκουσα ξανά το μετάξι που
έψαυε τα τριχωτά μου στήθη ασθμαίνοντας. Και η φωνή «χρυσέ μου»,
νύχτα, μέσα στη ρεματιά, που έκοβα το στερνό πρυμνήσιο
των άστρων και πρόσεχε να πάρει σχέδιο τ’ αηδόνι.

Τι λαχτάρες αλήθεια και τι χλευασμούς εδέησε να περάσω, με το λίγο
του όρκου στα δυό μάτια και α δάχτυλα έξω απ’ την φθορά.
Τέτοιες χρονιές –ά ναι- θα ‘ταν που εργαζόμουν να γίνει τόσο
τρυφερό το απέραντο γαλάζιο!

Είπα. Και στρέφοντας το πρόσωπο, μες στο φως ξανά το αντίκριζα να
με ατενίζει. Δίχως έλεος.

Κι ήταν αυτό η αγνότητα.

Όμορφη, κι απ’ των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη, κάτω απ’ τον
σημαφόρο του ήλιου, η Κόρη του Ευθυδίκου δάκρυζε.

Που μ’ έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον κόσμο αυτόν, χωρίς
θεούς, αλλά βαρύς απ’ ό,τι, ζώντας, αφαιρούσα του θανάτου.

Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών της:
Μεσημέρι.