23.5.07

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ IV

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ IV





IV

Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΙΑ

Στον Αντρέα Καμπά






Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
Σιγά σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!

Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
Έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα
Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές
Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές
Σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια
Κι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!

Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος
Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει
Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια
Τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές
Τη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:

Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια!
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δε σε ξέρει
Μήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός
Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους!

1.5.07

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ III

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ III





III

ΚΙΤΡΙΝΟ





Νωρίς κοπέλες ροζακιές ρίξαν βεγγαλικές
Φωνές και χρώματα ηχερά
Στο μακρινό ξωκλήσι του πουνέντε…
Χούγια και νταν! Ξεχύθηκεν απ΄τις καμπάνες ο άνεμος
Κι όλο το πέλαγο μακριά χούγια και νταν! χούγια και νταν!
Βοσκάει με τρελοκαμπανάκια…

Και παν αυτές τώρα γυμνές από τη μέση ως πάνω
Με αλάργα ψάθα ρώγα κρεμεζιά νάζι από στάχυ
Λοξό με πεταλούδα στο δεξί βυζί το αντάρτικο
Τρεις τέσερις δεκάξι ογδόντα ή εκατό
Παν και μαλώνουν τα παιδιά της γης της χορτοαρχότνισσας
Παν και φυσούν φούρκες φωτιάς με σάλπιγγες στ’ αλώνια
Καίνε σανό λιώνουν φλουριά θυμιάζουνε με ανθόσκονη
Κρόκων τα στέρνα της στεριάς τόσο που τρέμει πιά
Μαίνεται από καναρινιές ριπές ο αιθέρας κι όλο αστράφτει
Βράζει με θειάφι στο γιαλό με καλαμιές στον κάμπο…

Κορίτσια μη! Με τι καρδιά να ορμήσουνε τ’ αηδόνια!
Μη! Με τι σκίρτημα νερού να βγούνε οι περγκολιές!
Πώς να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα ρόδινη
Κορίτσια πώς να μαντευτεί απ’ τα μάτια σας το φως!