25.2.07

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XVI

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XVI





XVI




Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πώς περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.

Φίλε μου όταν ανάβ’ η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη
Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιάν Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς
Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.

Κι όμως του πόθου τ’ όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα
Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά
Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες
Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με Ιαχές θριάμβου.

Δώσε το χέρι σου –πριν συναχτούν πουλιά
Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε
Πως επιτέλους φάνηκε να ‘ρχεται από μακριά
Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!
Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα και τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!

3.2.07

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XV

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XV





XV





Χύσε φωτιά στο λάδι
Και φωτιά στο στήθος
Δεν είναι φρόνιμη η παλαίστρα της ψυχής
Η τύχη παίρνει ένα παράξενο ύφος ηλιομάντισσας
Χορεύει για την άνοιξη
Κι η ζάλη του Μαγιού στης φουσκοθαλασσιάς τα χαμομήλια
Σκίζει το χρόνο ανοίγει διάπλατα τα φύλλα των δρυμών
Τόσο που η καρδιά του επαίτη σφίγγεται
Τα ρόδα του πετούν αγκάθια για τους χορτασμένους
Τα ρόδα του μυρίζουν αιωνιότητα
Τα ρόδα του κρύβουνε στις ίνες
Έντιμο αίμα που ζητάει εκδίκηση.

Χύσε φωτιά στο λάδι
Λόγχισε το βαρύ έγκυο νέφος
Όπου λουφάζει ο μόχτος της βροχής
Η αμυγδαλιά πλυμένη ανοίγεται αντιλάμποντας
Τα παιδιά ξεχύνουνται στους κάμπους
Οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια
Είναι πολύχρωμα πανιά όπου κολπώνει ο αετός τη νίκη του.