2.11.07

Β’

ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ


Β’






Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·

Ο άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Τα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
Η γη κρύβει τις πέτρες της
Ο φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Την ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Το ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι αλύπητο
Κι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Κι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετήσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!

Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Κακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Μόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!

27.10.07

Α'

ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ


Α’






Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Καθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

Εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Και μια σημαία πλατάγιαζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Μα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού

Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

Τώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Από λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου

Τα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.

21.10.07

ΕΦΤΑ ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ


ΕΦΤΑ ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ






ΚΥΡΙΑΚΗ – Πρωί, στο Ναό του Μοσχοφόρου. Λέω: να γίνει αληθινή
σαν δέντρο η ωραία Μυρτώ· και τ’ αρνάκι της, κοιτάζοντας ίσια
στα μάτια το δολοφόνο μου, για μια στιγμή, να τιμωρήσει το
πικρότατο μέλλον.

ΔΕΥΤΕΡΑ – Παρουσία της χλόης και νερού στα πόδια μου. Που θα πει
πως υπάρχω. Πριν ή μετά το βλέμμα που θα μ’ απολιθώσει, το
δεξί χέρι ψηλά κρατώντας έναν πελώριο γαλάζιο Στάχυ. Γι να
ιδρύσω τα Νέα Ζώδια.

ΤΡΙΤΗ - Έξοδος των αριθμών. Πάλη του 1 με το 9 σε μια παραλία
πανέρημη, γεμάτη μαύρα βότσαλα, φύκια σωρούς, μεγάλες
ραχοκοκαλιές θηρίων στα βράχια.
Τα δυό παλιά κι αγαπημένα μου άλογα, χρεμετίζοντας όρθια
πάνω από τους ατμούς που ανεβάζει το θειάφι της θαλάσσης.

ΤΕΤΑΡΤΗ – Από την άλλη μεριά του Κεραυνού. Το καμένο χέρι που
θα ξαναβλαστήσει. Να ισιώσει τις πτυχές του κόσμου.

ΠΕΜΠΤΗ – Ανοιχτή θύρα: σκαλοπάτια πέτρινα, κεφαλές από γεράνια,
και πιο πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί, τρίμματα χοχλιδιών
στον ήλιο. Ένας τράγος μηρυκάζει αργά τους αιώνες, κι ο
καπνός, γαλήνιος, ανεβαίνει μέσ’ από τα κέρατα.
Την ώρα που κρυφά, στην πίσω αυλή, φιλιέται η κόρη του
περιβολάρη, κι από την πολλή αγαλλίαση μια γλάστρα πέφτει και
τσακίζεται.
Α, να σώσω αυτόν τον ήχο!

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ – «Της Μεταμορφώσεως» των γυναικών που αγάπησα
χωρίς ελπίδα: Ηχώ: Μα-ρί-νααα! Ε-λέ-νηηη! Κάθε χτύπος
καμπάνας, κι από μια πασχαλιά στην αγκαλιά μου. Ύστερα φως
παράξενο, και δύο ανόμοια περιστέρια που με τραβούν ψηλά
σ’ ένα μεγάλο κισσοστολισμένο σπίτι.

ΣΑΒΒΑΤΟ – Κυπαρίσσι από το σόι μου, που το κόβουν άντρες
βλοσυροί και αμίλητοι: γι’ αρρεβώνα ή θάνατο. Σκάβουν το χώμα
γύρω και το ραντίζουν με γαριφαλόνερο.
Έχοντας εγώ κιόλας απαγγείλει τα λόγια που απομαγνητίζουν
το άπειρο!

14.10.07

O ΑΛΛΟΣ ΝΩΕ

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ


O ΑΛΛΟΣ ΝΩΕ







Έριξα τους ορίζοντες μες στον ασβέστη, και με χέρι αργό αλλά σίγουρο πήρα να χρίσω τους τέσσερις τοίχους του μέλλοντός μου.

Η ασέλγεια, είπα, είναι καιρός ν’ αρχίσει τώρα το ιερατικό της στάδιο, και σε μια Μονή Φωτός ν’ ασφαλίσει την υπέροχη στιγμή που ο άνεμος έξυσε λίγο συννεφάκι πάνω από τ’ ακρότατο δέντρο της γης.

Κείνα που μόνος μόχθησα να βρω, για να κρατήσω το ύφος μου μέσα στην καταφρόνια, θα ‘ρθουν –από το δυνατό του ευκαλύπτου οξύ ως το θρόισμα της γυναίκας- να σωθούν στης ασκητείας μου την Κιβωτό.

Και το πιο μακρινό και παραγκωνισμένο ρυάκι, κι απ’ τα πουλιά το μόνο που μ’ αφήκαν, το σπουργίτι, κι από το πενιχρό της πίκρας λεξιλόγιο, δύο , καν τρία, λόγια: ψωμί, καημός, αγάπη…

(Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο, κι απ’ το ραμφί του σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο, και δεν αφήσατε μήτε μια τόση δα φωνούλα καθαρού νερού να συλλαβίσει στην χλόη την αγάπη μου

Εγώ που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια της λάμψης, ω Καιροί, δε συγχωρώ.)

Κι όταν, ο ένας του άλλου τρώγοντας τα σπλάχνα, λιγοστέψει ο άνθρωπος, κι από τη μια στην άλλη

Γενεά, κυλώντας το Κακό, αποθηριωθεί μες στο παντερειπωτικό ουράνιο

Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, πάνω από τη σκουριά του χαλασμένου κόσμου στροβιλίζοντας, θα παν να δικαιώσουν τη μικρή μου σύνεση

Κι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ’ ανοίξουν, ένα ένα στα χείλη του νερού να τρίξουν τα λόγια τα πικρά

Το παλιό μου της απελπισίας νόημα δίνοντας

Ωσάν δάγκωμα σε φύλλο ουρανικού ευκαλύπτου, η αγία των ηδονών ημέρα να μυρίσει

Και γυμνή ν’ ανέβει το ρεύμα του Καιρού η γυναίκα η Χλοοφόρος

Που μ’ αργότη ανοίγοντας βασιλική τα δάχτυλα, μια για πάντα θα στείλει το πουλί

Στων ανθρώπων τον ανίερο κάματο, από κει που έσφαλε ο Θεός, να στάξει

Τρίλια της Παράδεισος!


ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ή ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ





ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ή ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ


Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών
της: Μεσημέρι.

Άδραξε μυτερό χαλίκι, κι αργά, με δεξιοσύνη, ο ήλιος, πάνω απ’ τον
ώμο της Κόρης του Ευθυδίκου, χάραξε τα πτερύγια των ζεφύρων.

Το φως δουλεύοντας τη σάρκα μου, φάνηκε μια στιγμή στο στήθος το
μενεξεδί αποτύπωμα, κει που η τύψη μ’ άγγιξε κι έτρεχα σαν
τρελός. Ύστερα, μες στα πλάγια φύλλα ο ύπνος μ’ αποστέγνωσε,
κι έμεινα μόνος. Μόνος.

Ζήλεψα τη σταλαγματιά που απαρατήρητη δόξαζε τα σκίνα. Όμοια
να ‘μουν στο έκπαγλο μάτι που αξιώθηκε να δει το τέλος του
Ελέους!

Ή μήνα κι ήμουν; Στην τραχύτη του βράχου, ανάρραγου από την κορφή
ως τα βάραθρα, γνώρισα τα πεισματικά σαγόνια μου. Που
σπάραζαν το κτήνος μέσα στον άλλο αιώνα.

Και η άμμο πέρα, κατακαθισμένη από την ευφροσύνη που μου ‘δωκεν
η θάλασσα, κάποτε, σαν βλαστήμησαν οι ανθρώποι κι άνοιγα
τις οργιές με βιάση να ξεδώσω μέσα της· να ‘ταν αυτό που γύρευα;
η αγνότητα;

Το νερό αναστρέφοντας το ρέμα του, μπήκα στο νόημα της μυρσίνης
όπου φυγοδικούν οι ερωτευμένοι. Άκουσα ξανά το μετάξι που
έψαυε τα τριχωτά μου στήθη ασθμαίνοντας. Και η φωνή «χρυσέ μου»,
νύχτα, μέσα στη ρεματιά, που έκοβα το στερνό πρυμνήσιο
των άστρων και πρόσεχε να πάρει σχέδιο τ’ αηδόνι.

Τι λαχτάρες αλήθεια και τι χλευασμούς εδέησε να περάσω, με το λίγο
του όρκου στα δυό μάτια και α δάχτυλα έξω απ’ την φθορά.
Τέτοιες χρονιές –ά ναι- θα ‘ταν που εργαζόμουν να γίνει τόσο
τρυφερό το απέραντο γαλάζιο!

Είπα. Και στρέφοντας το πρόσωπο, μες στο φως ξανά το αντίκριζα να
με ατενίζει. Δίχως έλεος.

Κι ήταν αυτό η αγνότητα.

Όμορφη, κι απ’ των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη, κάτω απ’ τον
σημαφόρο του ήλιου, η Κόρη του Ευθυδίκου δάκρυζε.

Που μ’ έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον κόσμο αυτόν, χωρίς
θεούς, αλλά βαρύς απ’ ό,τι, ζώντας, αφαιρούσα του θανάτου.

Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών της:
Μεσημέρι.

4.8.07

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ - ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ




ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ





Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόληση, που η λάμψη μου
επέστρεψε στον ήλιο.

Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη
της πέτρας και του αιθέρος

Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.

Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο

Χειμώνα ελάχιστε

Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει
πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.

28.7.07

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ - Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ






Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ






Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά
τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.

Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα ‘φτανε
να πικράνει τον αέρα του Άδη

(Το ‘να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’ αρπαχτεί απ’ το μέλλον,
τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι

Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)

Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κάλυψε
τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες
στο διάστημα.

Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα

Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται,
μέσα στη μελανάδα τ’ ουρανού

Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη

Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό
τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το
έρεβος…

Κι απαρχής Κοιλάδες. Όρη, Δέντρα, Ποταμοί

Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη και ανα-
στρεμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο
μέσα τους τον Δήμιο

Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!

Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πόλου
κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματά τους.

Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ’ ανοιχτά για πάντα, κει
που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον
πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα.


15.7.07

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ - Η ΑΥΤΟΨΙΑ

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ


Η ΑΥΤΟΨΙΑ






Λοιπόν, εβρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να ‘χει σταλάξει στα φύλλα
της καρδιάς του.

Κι από τις τόσες φορές οπού ξαγρύπνησε, σιμά στο κηροπήγιο,
καρτερώντας τα χαράματα, μια πυράδα παράξενη του ‘χε αρπάξει τα
σωθικά.

Λίγο πιο κάτω από το δέρμα, η κυανωπή γραμμή του ορίζοντα έντονα
χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα.

Οι φωνές των πουλιών, που ‘χε σ’ ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθίσει,
φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο που δεν εστάθη βολετό
να προχωρήσει σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό
Που τ’ αντίκρυσε –είναι φανερό- στη στάση την τρομαχτική του
αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το δάσος να σαλεύει
ακόμη πάνω στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή.

Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη.

Και μονάχα στην κόγχη από τ’ αριστερό του αυτί, λίγη, λεπτή,
ψιλούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα. Οπού σημαίνει ότι
πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι στη θάλασσα, κατάμονος, με το
μαράζι του έρωτα και τη βοή του ανέμου.

Όσο γι’ αυτά τα ψήγματα φωτιάς στην ήβη, δείχνουν ότι στ’ αλήθεια
πήγαινε ώρες πολλές μπροστά κάθε φορά οπού έσμιγε
γυναίκα.

Θα ‘χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.

8.7.07

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ - Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ





Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ






Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε αντίκρυ
απ’ τα βουνά μιάν αλαφράδα, μόλο που η μέρα ήταν σκληρή και
η αύριο άγνωστη.

Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά το χέρι πάνω από
το κηπάκι των νεκρών, Εκείνη

Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια -το φύσημα
της δεντρολιβανιάς και την αθάλη του καπνού από τα καμίνια –
στης θαλάσσης την έμπαση αγρυπνούσε

Αλλιώς ωραία!

Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ’ ένα θρόισμα, κι άλλα
που μοιάζουν των αποθαμένων κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπα-
ρίσσια, σαν παράξενα ζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κε-
φαλή της άναβαν. Και μία

Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό το-
πίο να φανεί

Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύροι ανθρώποι,
δείχνοντας με ποιον τρόπο γεννιέται η ομορφιά

Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.

Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε την όψη που
έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς
Ιεροδούλου, ζυγωματικά

Τεντωμένα στ’ ακρότατα σημεία του Μεγάλου Κυνός και της Παρ-
θένου.

«Μακριά απ’ τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι της
μιάν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο
φως να ‘ναι από την πυρά που κατατρώγει όλα μου τα υπάρ-
χοντα.

»Ώμο τον ώμο οι δυό μαζί ν’ αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμε-
να, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των
άστρων

»Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα
στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι

»Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μονα-
ξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!»

26.6.07

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ VII


ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ VII



VII

ΜΕΝΕΞΕΔΙ






Σαν φέρετρο που προχωρεί ενώ κρυφά ο νεκρός
Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του
Κι η Αττική του σιγοψιθυρίζει καλησπέρα
Σαν κηπουρός που τυραννιέται σκύβοντας
Μέσα στα συρματόσκοινα και τις εβραίισσες πέτρες
Μα δεν ακούει το πάθος της νεραντζανθιάς

Όταν φοράει τον άνεμο και γνέφει με χορτάρια
Πέρα στο σέλας των πλωτών βουνών
Κι από το αχ του αμπελουργού τρομάζουνε τα σύννεφα…


Η γη συνάζει ολόγυρα τους γαλαξίες των δέντρων της
Και μες στη μέση τους γεννάει μια λίμνη με νερά

Η γη ετοιμάζει τα σεντόνια της:
Αμάραντους πιο τρυφερούς κι από κουμπάκια αγγέλων
Βολβούς πιο πράους στο μέτρημα κι από ίσκιους τ’ ουρανού

Λάμπει ψηλά ολομόναχο το ανεμαλώνι
Μολόχες ντύνονται και παν στους τάφους για κεριά
Σφυρίζει ένα βαπόρι μακρινό που χάνεται.

Κι όπως με τρεις κλωστές καπνού λέει τον εσπερινό
Ήρεμη στέγη με την καμινάδα της
Μια νυχτερίδα πιάνεται μες στα μαλλιά της δύσης!

17.6.07

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ VI

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ VI





VI

ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ






Σε μάτιασαν οι νύφες του βυθού
Οι λευκές του μαΐστρου ερινύες
Ανάβοντας τη ζήλια του κορμιού
Μα όταν γελάσαν οι ανυφάντρες του ήλιου
Που φιλοδόξησαν ένα καμάρι επίγειο
Άξαφνα πήρες τη βαφή του απείρου.

Τώρα καθώς πατάω μες στις πλαγιές
Στα κουκουνάρια που φυσώντας έστρωσεν
Άνεμος γητευτής με χείλια βαθυγάλαζα
Καθώς γλιστράω στα τσάμια της κατηφοριάς
Κι ανοίγω τα φτερά στο βλέμμα σου το απέραντο

Καθώς ταιριάζω στου βοριά το στόμα μια υμνωδία
Μου φέγγει ο κόλπος το βαθύ μουρμούρισμα της άμμου
Και βλέπω ανθούς να πέφτουνε στα καθαρά νερά
Φύκια μελαχρινά στου φλοίσβου το νανούρισμα
Κανάτια υπομονετικά στου Αιγαίου τα παραθύρια.

Και βλέπω ακόμα ένα και μόνο βαθύχρωμο πουλί
Να πίνεται απ’ το αίνιγμα της αγκαλιάς σου
Όπως η νύχτα πίνεται από την αυγή
Όπως η αίγλη από τις μορφές των αγαλμάτων.

3.6.07

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ V

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ V





V

ΑΝΟΙΧΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ






Εύκολα που περνώ απ’ τα μάτια σου στον ουρανό
Απ’ το μανίκι του νερού στο πρόσωπο της θάλασσας
Απ’ το μικρό σου δάχτυλο στου ζαφειριού το αστέρι
Έλπιση φήμη του φωτός έχταση απέραντη
Ό,τι κοιτάω με τη ματιά με θρέφει.

Ό,τι κρατάω με την αφή με θρέφει
Σώμα του πόντου δροσερό ή αγέρας
Γλόμπος του άπιαστου όνειρου η κρύα σαπουνόφουσκα
Τη παρθενιάς σου η γεωγραφία που δε με μέλει
Κι ένα μεταξωτό για τσαλαπάτημα
Ένα καυκί καμπάνας γυάλινης για τους κουφούς
Που ντύνουν με φελλό την πιο βαριά τους κούκλα.

Η κούκλα μου είναι η κούκλα σου είναι η γαλαζούλα
Ολόγυμνη που διασκεδάζει τρυπημένη με άστρα
Και κάνει μπάνια στη νυχτιά και γαργαλάει τους γρύλους.

Μα μήτε η στάλα της Αυγής πιωμένη απ’ το γλαυκό
Μήτε της πονηριάς του αηδονιού η ανάσταση
Μήτε της σβούρας ο ίλιγγος μήτε η λιγοθυμιά
Της ώρας που σκορπάει μες στο κενό τα πούπουλα
Δεν πίνουν από την πηγή σου από την πηγή που λεν ελευτεριά.

23.5.07

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ IV

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ IV





IV

Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΙΑ

Στον Αντρέα Καμπά






Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
Σιγά σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!

Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
Έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα
Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές
Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές
Σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια
Κι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!

Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος
Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει
Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια
Τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές
Τη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:

Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια!
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δε σε ξέρει
Μήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός
Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους!

1.5.07

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ III

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ III





III

ΚΙΤΡΙΝΟ





Νωρίς κοπέλες ροζακιές ρίξαν βεγγαλικές
Φωνές και χρώματα ηχερά
Στο μακρινό ξωκλήσι του πουνέντε…
Χούγια και νταν! Ξεχύθηκεν απ΄τις καμπάνες ο άνεμος
Κι όλο το πέλαγο μακριά χούγια και νταν! χούγια και νταν!
Βοσκάει με τρελοκαμπανάκια…

Και παν αυτές τώρα γυμνές από τη μέση ως πάνω
Με αλάργα ψάθα ρώγα κρεμεζιά νάζι από στάχυ
Λοξό με πεταλούδα στο δεξί βυζί το αντάρτικο
Τρεις τέσερις δεκάξι ογδόντα ή εκατό
Παν και μαλώνουν τα παιδιά της γης της χορτοαρχότνισσας
Παν και φυσούν φούρκες φωτιάς με σάλπιγγες στ’ αλώνια
Καίνε σανό λιώνουν φλουριά θυμιάζουνε με ανθόσκονη
Κρόκων τα στέρνα της στεριάς τόσο που τρέμει πιά
Μαίνεται από καναρινιές ριπές ο αιθέρας κι όλο αστράφτει
Βράζει με θειάφι στο γιαλό με καλαμιές στον κάμπο…

Κορίτσια μη! Με τι καρδιά να ορμήσουνε τ’ αηδόνια!
Μη! Με τι σκίρτημα νερού να βγούνε οι περγκολιές!
Πώς να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα ρόδινη
Κορίτσια πώς να μαντευτεί απ’ τα μάτια σας το φως!

21.4.07

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ II

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ II





II

ΠΡΑΣΙΝΟ




Μια μαχαιριά στου μήλου τα ψαχνά
Μια πίκρα στο βρακί του φρέσκου αμύγδαλου
Ένα πήδημα νερού μέσα στα πράσα
Και το κορίτσι που δεν μπήκε ακόμη ολάκερο στον έρωτα
Μα κρατάει μες στην ποδιά του ένα στυφό δασάκι φρούτων.

Κορίτσι μου έχω στην καρδιά μια χλόη ανέγγιχτη
Και μια βροχή νιογέννητο τριφύλλι
Μα ο καταρράχτης που δεν χίμηξε είναι πιο βαθιά
Πιο χαμηλά
Και θα χιμήξει σαν θηρίο μέρας στον Απρίλη σου
Όταν αγγίζω τη πηγή κι όταν σε φάει ο ήλιος.

Χόρτο στρωτό κρεβάτι
Σπίνου αυτί μελιού αλοιφή ανάσας καλωσόρισμα
Το κύμα της στεριάς είναι κι αυτό μεγάλο
Το άγγιγμα του κορμιού είναι κι αυτό βαθύ
Ο καιρός δεν είναι μάταιος στο γέλιο που σφαδάζει
Από την όρεξη να μπει στο πάθος τ΄ουρανού.

Θα μπω απ’ την πόρτα που ένα φύλλο σκέτο υπερασπίζεται
Θα μιμηθώ του εφήβου αλόγου τη βραχνάδα
Θα δοκιμάσω τον σπασμό που σ’ ανεβάζει ως τ΄άστρα!

7.4.07

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ I

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ




I

ΚΟΚΚΙΝΟ





Το στόμα που είναι δαίμονας μιλιά κρατήρας
Φαί της παπαρούνας αίμα του καημού
Που είναι μεγάλο κίμινο της άνοιξης
Το στόμα σου μιλάει με τετρακόσια ρόδα
Δέρνει τα δέντρα λιγώνει όλη τη γη
Χύνει μες στο κορμί την πρώτη ανατριχίλα.

Σπουδαία του δάχτυλου ευωδιά το πάθος μου πληθαίνει
το μάτι μου ανοιχτό πονάει στ’ αγκάθια
Δεν είναι η βρύση που ποθεί των δυο στηθιών τα ορνίθια
Όσο του βούισμα της σφήκας στους γυμνούς γοφούς.

Δώστε μου την ουλή του αμάραντου τα μάγια
Της κλώστρας κοπελιάς
Το «αντίο» το «έρχομαι» το «θα σου δώσω»
Σπηλιές υγείας θα το πιούνε στην υγεία του ήλιου
Ο κόσμος θα ‘ναι ή ο χαμός ή το διπλό ταξίδι
Εδώ στου ανέμου το σεντόνι εκεί στου απείρου τη θωριά.

Βίτσα τουλίπα μάγουλο της έγνοιας
Σπλάχνο δροσάτο της φωτιάς
Θα ρίξω ανάσκελα τον Μάη θα τον σφίξω στα μπράτσα μου
Θα τον δείρω τον Μάη θα τον σπαράξω.

31.3.07

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XVIII

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XVIII





XVIII





Ψηλά μ’ έναν πυρσό από στάχυα η λεβεντιά
Προχωρεί μες στα κύματα και τραγουδάει:

Ω παιδιά που με νιώθετε –πατριωτάκια του ήλιου
Με βέργες και παράξενα πουλιά στα χέρια
Με χλοερές καρδιές και μάτια καθαρά
Που ακούτε από τις παραλίες την ανατολή να βουίζει
Ζεσταίνοντας στην αγκαλιά σας ένα φως απέραντο
Από την άκρη τ’ ουρανού ως το βάθος της καρδιάς
Με πείσμα πορφυρό –πατριωτάκια του ήλιου
Που λέτε: ο μόνος δρόμος είναι η ανατολή!

Της ελιάς και της συκιάς και του κυπαρισσιού
Των αμπελιών και των ξεροπόταμων και των μεγάλων τρούλων
Η γη ακουμπάει από τη μια μεριά στην όχθη των ονείρων σας
Ακούστε με είμαι από τους δικούς σας δώστε μου ένα χέρι
Που ν’ αγαπάει μεμιάς να κόβει τα ολόκληρα όνειρα
Να κολυμπάει ελεύθερα στα νιάτα των νεφών.

Η γη μιλάει κι ακούγεται απ’ το ρίγος των ματιών.

16.3.07

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XVII

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XVII





XVII





Έπαιξα με το χιόνι του Χελμού
Μαύρισα μες στης Λέσβος τους ελαιώνες
Έριξα βότσαλα λευκά σε μια Μυρτώα θάλασσα
Έπλεξα πράσινα μαλλιά στης Αιτωλίας τη ράχη.

Τόποι που με του φεγγαριού το αλησμονάνθι
Και με του ήλιου τους χυμούς με θρέψατε
Σήμερα ονειρεύομαι για σας
Μάτια που να σας συντροφέψουν μ’ ένα φως καλύτερο.

Μάτια για έναν περίπατο καλύτερο
Οι νυχτιές χαλκεύουνε στα έγκατά σας
Ζωγραφιές ηράκλειες.
Εκείνος που θα βγει να πει: ορίζω τη ζωή
Δίχως ν’ αστροπελεκιστεί απ’ το θάνατο
Εκείνος που σε μια φουχτιά καθάριου αγέρα
Θα πει να γεννηθεί γυμνό ένα ρόδο
Και θα γεννηθεί
Εκείνος θα ‘χει μες στα στήθια του εκατό αιώνες
Μα θα είναι νέος
Νέος ωσάν φωνούλα νιόκοπου νερού
Που χύνεται από το πλευρό της μέρας
Νέος ωσάν βλαστάρι απείραχτου κλαδιού
Νέος χωρίς ρυτίδα γης μήτε ουρανού σκιά
Μήτε χαράς αμαρτωλού ευφροσύνη
.

25.2.07

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XVI

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XVI





XVI




Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πώς περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.

Φίλε μου όταν ανάβ’ η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη
Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιάν Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς
Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.

Κι όμως του πόθου τ’ όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα
Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά
Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες
Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με Ιαχές θριάμβου.

Δώσε το χέρι σου –πριν συναχτούν πουλιά
Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε
Πως επιτέλους φάνηκε να ‘ρχεται από μακριά
Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!
Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα και τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!

3.2.07

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XV

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XV





XV





Χύσε φωτιά στο λάδι
Και φωτιά στο στήθος
Δεν είναι φρόνιμη η παλαίστρα της ψυχής
Η τύχη παίρνει ένα παράξενο ύφος ηλιομάντισσας
Χορεύει για την άνοιξη
Κι η ζάλη του Μαγιού στης φουσκοθαλασσιάς τα χαμομήλια
Σκίζει το χρόνο ανοίγει διάπλατα τα φύλλα των δρυμών
Τόσο που η καρδιά του επαίτη σφίγγεται
Τα ρόδα του πετούν αγκάθια για τους χορτασμένους
Τα ρόδα του μυρίζουν αιωνιότητα
Τα ρόδα του κρύβουνε στις ίνες
Έντιμο αίμα που ζητάει εκδίκηση.

Χύσε φωτιά στο λάδι
Λόγχισε το βαρύ έγκυο νέφος
Όπου λουφάζει ο μόχτος της βροχής
Η αμυγδαλιά πλυμένη ανοίγεται αντιλάμποντας
Τα παιδιά ξεχύνουνται στους κάμπους
Οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια
Είναι πολύχρωμα πανιά όπου κολπώνει ο αετός τη νίκη του.

20.1.07

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XIV

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XIV





XIV




Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα
Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας
Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες.

Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε
Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.
Μια πεταλούδα πέταξε απ ‘ τα στήθια μας
Ήτανε πιο λευκή
Απ ‘ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας
Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές
Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε.

Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:

Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας
λέγε μας τη ζωή.

Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ ‘ τα χέρια
Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν
Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης το γνωρίζουμε
Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό το ‘χουμε νιώσει
Εμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε μπροστά
Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε

Είμαστε από καλή γενιά.

17.1.07

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XIΙΙ


ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XIΙΙ






XIΙΙ



Αυτός ο αγέρας που χαζεύει μες στις κυδωνιές
Το ζουζούνι αυτό που πιπιλάει τα κλήματα
Η πέτρα που ο σκορπιός φοράει κατάσαρκα
Κι αυτές οι θημωνιές μέσα στ ‘ αλώνια
Που καμώνουνται τον γίγα σε μωρά παιδιά ξυπόλυτα.

Οι ζωγραφιές του ανάστα ο Θεός
Στον τοίχο που έξυσαν τα πεύκα τα δάχτυλά τους
Ο ασβέστης που βαστάει στη ράχη του τα μεσημέρια
Και τα τζιτζίκια τα τζιτζίκια μες στ ’ αυτιά των δέντρων.

Μεγάλο καλοκαίρι από κιμωλία
Μεγάλο καλοκαίρι από φελλό
Τα κόκκινα πανιά λοξά στα σαγανάκια
Στον πάτο ζώα κατάξανθα σφουγγάρια
Των βράχων φυσαρμόνικες
Πέρκες από τις δαχτυλιές ακόμη του ψαρά
Ξέρες περήφανες στις πετονιές του ήλιου.

Ένα και δυό: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας
Ένα και δυό: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ’ εμείς.

3.1.07

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XIΙ

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XIΙ






XIΙ





Μισοβουλιαγμένες βάρκες
Ξύλα που πρήζονται με απόλαυση
Άνεμοι ξυπόλυτοι άνεμοι
Στα σοκάκια που κουφάθηκαν
Πέτρινοι κατήφοροι
Ο μουγγός ο τρελός
Η μισοχτισμένη ελπίδα.

Μεγάλα νέα καμπάνες
Στις αυλές άσπρες μπουγάδες
Στις παραλίες οι σκελετοί
Μπογιές κατράμι νέφτι
Ετοιμασίες της Παναγίας
Που για να γιορτάσει ελπίζει
Άσπρα πανιά και γαλανές σημαιούλες.

Κι εσύ στα περιβόλια
Κτήνος της αγριαχλαδιάς
Λιγνό άγουρο αγόρι
Ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια σου
Να παίρνει μυρωδιά
Κι η κοπελίτσα στην αντικρινή στεριά
Να σιγοκαίγεται απ’ τις ορτανσίες.