25.6.06

ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ (ε΄)



ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

ε’

Είναι κοντά η πτυχή του ανέμου που θροεί τον γαλάζιο της
περιστερεώνα – η χυμώδης πτυχή
Που ζυγίζει στο χνούδι της ερεθισμένες αιώρες
Όταν τα γέλια μυτερά σπάνε τα τσόφλια της αυγής αγγέλνοντας
το ηλιόβγαλμα
Κι όλο το πρόσωπο της γης λάμπει από μαργαρίτες
Όχι, δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη, δεν τελειώνει ο κόσμος
Δε λιώνει σήμερα η ελπίδα μου, με χλωρά σπαρτά γεμίζει τις φωλιές
των ήχων

Εύθυμα στόματα φίλησαν κορίτσια, στα κεράσια κρέμασαν
την ηδονή
Δέντρα μεγάλα στάζουνε ήλιο είναι άκακα και σκέπτονται
σαν ίσκιοι που τρέχουνε
Για κάτι ωραίο – σήμερα είναι ωραίο το προβαλλόμενο όραμα

Δροσερό μεσημέρι αφησμένο σαν βάρκα που έπλευσε όλο πάθος
Στοιβαγμένη τραγούδια και σινιάλα που τρέμουν σαν βουνοκορφές
Μακριά μακριά είναι οι μαρμάρινες επαύλεις των γυμνών γυναικών
Η καθεμιά τους ήτανε άλλοτε σταγόνα
Η καθεμιά τους είναι τώρα φως
Περνούνε το φουστάνι τους όπως περνά η μουσική στους λόφους
το στεφάνι της
Και ζούνε μες στον ύπνο τους κισσούς που ζώνουν
Μακριά μακριά είναι οι καπνοί των λουλουδιών οι οριζόντιες λίμνες
των ναρκίσσων
Τιμονιέρηδες κεφάτοι οδηγούν εκεί τα σκάφη των γοητειών
Γερμένοι στο ‘να τους πλευρό – τ’ άλλο τους είναι θαλερός τόπος
ευωχιών
Τόσες δα μέλισσες και τόσες δα κλεψύδρες ιστορούνε κι υφαίνουνε
το ανθρώπινο είδος
Σ’ ένα πελώριο διάστημα χύνεται το φως
Γεμίζει οράματα γλυπτά κι είδωλα φέγγους
Είναι τα μάτια πιά που κυριαρχούν – η γη τους είναι απλή και
κορυφαία
Καλοσύνης κοιτάσματα ένα ένα, σαν φλουριά κομμένα μες
στον ήλιο
Μες στα χείλια, μες στα δόντια, ένα ένα τ’ αμαρτήματα
Της ζωής, αγαθά ξεφλουδισμένα.

21.6.06

ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ (δ΄)



ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

δ’

Ποιο μέταλλο να είν’ αυτό που κρυώνει τα μάτια ποια χαμένη
νεότητα
Που μαζεύει το έλεος λίγων στιγμών σε μια κλωστή ασυγκίνητη –
ποια να ‘ναι
Δέντρα σωπάσαν, πέτρες μοιάσανε στις πέτρες, καβαλάρηδες έφυγαν
Ψάχνουν τα μάνταλα μιας άλλης πύλης μα ποια να ‘ναι αυτή
Σε ποιο καρδιόχτυπο άραγε να βρίσκεται, κλείνουν οι ελπίδες
τα παράθυρα, βραδιάζει ο πόνος
Ποιος είναι εδώ, κανείς δεν είναι – χώμα ηχολογάει το χώμα

Κι όμως πρέπει να βρει ένα νόμισμα η ζωή

Αφού δεν είναι ο έρωτας, αφού δεν είναι ο έρωτας
Ο έρωτας ποιος είναι – η ζωή μετριέται με σφυγμούς, η χαρά
με απέλπιδες χειρονομίες
Μύλοι απάνω στις κορφές άσπρισαν τα ταξίδια τους
Η ζωή μετριέται με παλμούς, πάλλεται η λυμένη ζώνη της εσπέρας
Φεγγίζουν γοητείες στα μάκρη, μια βαρκούλα χάνεται
ευχαριστημένη
Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος τους κακία
Οι άνθρωποι μοιάζουν, παρομοιάζουνται με τις κραυγές των φάρων
Φεύγουνε για να παν’ αλλού και βγαίνουνε στη θάλασσα
Ποια θάλασσα
Να ‘ναι αυτή που δε θυμάται τις λευκές στιγμές της μα ξαναμασάει
τα λόγια της
Λύπες που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο για να
στεγνώσουν, και ξαναχτυπούν στον άνεμο για να
στεγνώσουν, και ξαναχτυπούν στον άνεμο για να ‘ναι οι γλάροι
Δίπλα τους, στο πλευρό τους, ποιες να είν’ αυτές
Ποιος κόπος ήμερος, ποια σπασμένη ενότητα, ποιος θρήνος

Ώ χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει
αιώνες!

20.6.06

ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ (γ΄)



ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

γ’

Πιο μακριά πολύ μακριά το πράο τραπεζομάντιλο – η συνάντηση
Καλημέρα ποταμάκι μου, είμαι μονάχος, είμαστε κι οι δυο
μονάχοι μας
Τα κρύσταλλα ευωδιάσανε, τώρα μας λείπει μόνο ένα καράβι
Ένα μαντίλι μόνο για να διαγνώσουμε το τέλος
Γιατί τόσους φακέλους έλαβα γεμάτους σύννεφα και θύελλες
Που διψώ ένα στόμα να μου πει: ουρανός, και να πλεύσουμε μαζί
στο δέλτα των ελπίδων…

Έτσι θα βγούμε απ’ το μυαλό μας, οι κισσοί μεγάλωσαν τους τοίχους
του απογέματος
Με άμμο βαφτίστηκαν τα λόγια στις καρίνες βάφτηκαν κατράμι
έτοιμα
Να σαλπάρουν αν τους πει ο Έρωτας – τα λόγια

Ώ ποταμάκι ποταμάκι, καλημέρα του ήλιου απάνθισμα της εξοχής
Κατά που θαυμάζεται ο άνεμος πες μου κατά που ξεχύνονται
οι κελαηδισμοί
Ποιαν όχθη αρέσουν, σήμερα είμαι νέος
Είμαι καλός ως τις πηγές του γέλιου μου, εκτοξεύω χίμαιρες
Ριπίδια δυσανάγνωστα, τεφτέρια κάτασπρα καμωμένα γι’ αγγέλους
Κι από κάθε αδιαφορία σέρνεται μια ξεσχισμένη ευχή
Που μαζεύω – σήμερα είμαι νέος, αυτό μου αρκεί
Αυτό μου δίνει το αίμα μου πιο κόκκινο, ένα χελιδόνι κόκκινο
ένα γράψιμο κόκκινο
Θα ‘ρθουν πολλές γυναίκες να το μοιραστούν ώσπου να γίνουν
διάφανες
Θα ‘ρθουν πολλές ματαιότητες για να τις μοιραστούνε
Η εύθυμη φασαρία μοιάζει ατέλειωτη, σπίθες αγγίζουν τα μετέωρα
μέτωπα
Κι όλο το μυστικό αληθεύεται σιγά σιγά, γλυκά γλυκά γίνεται μέρα
Σώμα ζωντανό, ύπαρξη, άνθρωπος.

17.6.06

ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ (β΄)



ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

β’

Υπερήφανα χόρτα, ο φίλος έχασε το φίλο του, όλα εκεί αναπαύονται
Μια σκληρή φωνή κατοίκησε σ’ αυτή την πεδιάδα
Μια βουλιαγμένη σαύρα σύρθηκε στην επιφάνεια
Εσείς που ήσαστε όταν κόπηκε ο λαιμός μιάς τέτοιας μέρας
Που ήσαστε, φύλλα με φύλλα, σιγοπερπατάει ο κόσμος
Σκάζουν τα φρούτα στο κατώφλι ενός λυγμού
Κανείς δεν αποκρίνεται.

Ώ μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες την τρυφερότητα
Στα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραζαν
Ριψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ’ τη σιωπή.
Μήτε ριγμένα ζάρια δεν ξαμώνουν κατά τέτοιο τρόπο την έμπνευση
Μήτε στυμμένοι θόρυβοι δεν εξαντλούνε κατά τέτοιο τρόπο
την πνοή
Πολύχρωμα φουγάρα πέμπουνε την άπιαστη μελαγχολία τους
Στις αψίδες που τρέμουν, τρέμουν τα πουλιά επιδίδονται
στο μέτρημα των ονείρων τους
Ακούγεται η κωπηλασία στην τέφρα που άφησε σημάδια νεότητας
Και κανείς δεν ξέρει από πού ανοίγει αυτό το στήθος
Και κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζει
Στις σγουρές αγωνίες τους νιώθουνται οι φωνές αποκεφαλισμένες
Που τρυπούνε το έδαφος πύρινα κλαδιά μιας πολιτείας υδάτινης

Ώ Γαλήνη που λύνεσαι, ρευστή παρουσία στις κόρες των ματιών
Στις αρπάγες του ύπνου στα μελίσσια των χωρών της θύμησης!

14.6.06

ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ (α΄)


ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

Les temps est sic lair que
je tremble qu’il ne finesse…
ANDRÉ BRETON


Στον Ανδρέα Εμπειρίκο


ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

α’

Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσα
Ένα σπιτάκι, δυό σπιτάκια, η χούφτα που άνοιξε από τη δροσιά και
μυρώνει τα πάντα
Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες
των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους
Τι θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τι θέλετε ρωτά η ελπίδα κατεβάζοντας
τ’ άσπρο της ποκάμισο
Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη δυό μάτια σκέπτονται
Και δεν ξέρουν που να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους

Μια μέρα θα ‘ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και
θα κλέψει τη γεύση του βυθού
Μια μέρα θα ‘ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορυφές που εράγισε το αποψινό
τραγούδι
Του εσπέρου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι αλλού

Ένα κορίτσι, δυό κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται
Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιούν εκεί
ακριβώς οι νύχτες
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται – ήρθε φαίνεται πιά η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα
κι έγινε άνεμος
Δυνατός – η αθανασία φαίνεται ήρθε.

11.6.06

ΔΙΟΝΥΣΟΣ


ΔΙΟΝΥΣΟΣ

α’

Με δάδες που ξενύχτησαν μες στις οργιάζουσες πλαγιές των ξανθών
ορχηστρίδων
Και με γαλάζιους σταλακτίτες που μεγάλωσαν μέσα σε παραμύθια με
ύαινες
Αντάμα με χλωρές επαύλεις που ανοίγονται στο γέλιο τους και δε
βρίσκουν πρωί
Μα όλα τα πυροφάνια τις τρελαίνουν στέλνοντας τις οπτασίες τους
άθικτες
Μαζί με τις υδρίες των όρθρων που συμπερπατούν φωτοσκιασμένες
με ήλεκτρο
Και με τους πέπλους των ξεχτένιστων ελπίδων που ατενίζουν τον
εαυτό τους πέρα στις μεταβλητές θωπείες των οριζόντων
Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμομύλων οι ώρες έρχονται που αγάπη-
σαν τις ώρες μας
Με βήμα τελετουργικό σε λυγερή προϋπάντηση Μαρτίων οι ώρες
έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας!

β΄

Ποια φωτοστέφανα ειδυλλίων! Ζαρκάδια φύγετε απ’ εδώ φύγετε
απ’ την ευθυμία του καταρράκτη
Που σπάζει όλο τον ήχο του τσαγρίζοντας τα μέτωπα των εσπερίων
παρθένων
Ουράνια τόξα πλεύσετε μες στους κρυστάλλους και τους ουρανούς
που έστειλαν ως εδώ κεχριμπαρένια πλοιάρια
Είναι μια μαγική φωτιά που ανοίγει τα ριπίδια των βουνοπλαγιών με-
σα στα εμβρόντητα ταξίδια μας
Είναι μια χαίτη που κεντρίζεται απ’ την τυχερή κατηφοριά των λαγ-
καδιών μιάς νεότητας
Γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας όταν αναφλέγονται οι χιτώνες
όλοι της εκστάσεως
Όταν οι μνήμες εκπυρσοκροτούν και βγαίνουν από τα μικρά παράθυ-
ρά τους υάκινθοι
Κύανοι και μυοσωτίδες με μικρούς ιβίσκους όλους χάρη όταν προ-
σηλώνονται
Στις ρέουσες πεδιάδες που γητεύουν τα σουραύλια μεθυσμένων επι-
θυμιών
Στα μεγάλα τόξα των μεγάλων θριαμβευτών δάσους εφήβου.

γ΄

Έλκηθρα δίδυμα σύρετε πυρσούς μέσα στο ανώνυμο τάνυσμα της
ατμοσφαίρας
Σκούνες γοργές του πόθου εξιστορήσετε το πέλαγος με ρόχθο και
άνεμο
Μάγουλα των νυμφών νιφτείτε όλη την άνοιξη ανασαίνοντάς την.
Κατά δω θα πνεύσει μια αιωνιότητα!
Σ’ όλες τις κρήνες σ’ όλες τις πηγές μια ιαχή θρυμματισμένη ξαναε-
νώνεται
Ιαχή ζωής όλη ελιγμούς μέσ’ από τις δροσιές ως την ηχώ της που
σαλπίζει
Στα πεζούλια των άστρων το γενναίο σύναγμα των άσπιλων χεριών
Των χεριών μας που έπλασαν με φως από καρδιά το ιδεατό τους σκίρ-
τημα…
Ω! σαν μας ντύσουν οι ώρες το δικό τους ρίγος κι υψωθεί απ’ τον τέ-
τοιον ύμνο το ενθουσιασμένο παρανάλωμα
Των κορμιών που κερδίζουν το αίμα τους σκύβοντας ολονυχτίς στις
ρίζες της Χίμαιρας!

δ΄

Σαν τις φρεσκοχυμένες οπτασίες που στίλβουν την πολύεδρη τύχη
των κυνηγητών τους μες στο ξάγναντο
Κι αφήνουν τα μαλλιά τους διθυραμβικά να πλέκονται μες στις λατά-
νιες φεγγερών στοών
Σαν φρούτα σπάνια που γιορτάζουνε το χνούδι του πιο χλοερού τω
θριάμβου
Σπινθηροβολώντας στις παλάμες γυναικών που ωράισαν τη διαύγεια
Σαν μύθοι που έσπασαν τις πύλες των βουβών ανακτόρων τους βοώ-
ντας μια καινούρια αλήθεια
Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Μ’ ανοιξιάτικα χείλια και χορδές πτηνών που βγαίνουν απ’ το σφρί-
γος τους
Χαράζοντας μια λεία καμπύλη στο κενό οι ώρες έρχονται που αγάπη-
σαν τις ώρες μας…
Κι είν’ όλος τους ο αιθέρας ποίημα που πλαταίνει κι ανοίγεται
Σαν η πρώρα του ύπνου μπαίνει στη ζωή που ορέγεται άλλη ζωή
Σαν οι κόλποι ανοίγουνε κρυφό σφυγμό κι από τον κάθε χτύπο τους
ένα κορίτσι βγαίνει τραγουδώντας μύρτα
Τραγουδώντας μες στα τούλια των χρωματιστών ανέμων ά! υπάρξεις
περιούσιες…

ε΄

Πυρρόξανθο μαστίγωμα! Πούπουλα εκτυφλωτικά σαν στροβιλίζον-
ται μέσα στ’ αλώνια
Κι ο άνεμος τα λυμαίνεται με θημωνιές που κρύβονται από τη μονο-
μαχία του ήλιου
Όταν αρχίζει στα ξανθά κεφάλια των πρωτόβγαλτων περιπετειών
Εκρήξεις – όταν οι βηματισμοί των πόθων φλέγονται τραντάζοντας
τις θυμωμένες γέφυρες
Κι όλος ο κόσμος στάζει σε διαμάντια
Κι όλος ο κόσμος πέφτει από τη δόξα ημέρας που εγνώρισε το αχόρταγο
ξεδίπλωμα της νεότητας…
Αίμα στην πράξη αυτή! Αίμα στις πράξεις μας – στις καυτερές αφές
του γήινου κόσμου αίμα!
Γιατί πετάξαμε μιάν αγκαλιά φλοιούς με χαραγμένα ονόματα στην αμ-
μουδιά που ελπίζει πάντα
Γιατί λασκάρουμε όλα μας τα χαλινάρια κατακτώντας τις νωπές κοιλά-
` δες της νοτιάς
Γιατί τρεμίσαμε τα βλέφαρα της κάθε μας συγκίνησης μέσα σε παν-
δαιμόνιο βόμβων και χρωματισμών
Πιστέψαμε τα Βήματά μας – ζήσαμε τα Βήματά μας – είπαμε τα Βή-
ματά μας άξια!

ς΄

Μόχθος περιστεριών οι πλάτες της ημέρας γέρνουν στην ευδία του
ήλιου τους
Σύγκορμα τρέμουν τα’ απαράμιλλα πουλιά στα λατρευτά ροδάκινα
Είναι το φως που ενστερνισθήκανε και τα’ ανυψώνει ως τις καρδιές μιάς
ύπαρξης που αλλάζει
Όλους τους δρόμους των ζεφύρων προς τα εκεί που φλέγονται τα αι-
σθήματα
Που όλα τα στήθη σφίγγουν τις εικόνες τους ακατανίκητα έπαθλα μιάς
καθαρής ζωής
Κι είν’ η μεγάλη προσμονή σπόρος που σκίζει όλο το χώμα για να βγει
την άνοιξη
Άπλωμα δύναμης βαθιά κι ως τ’ άστρα που αγναντεύουν!
Ά τα γυμνά κορμιά στ’ αετώματα του χρόνου χαραγμένα – οι κύκλοι
των ωρών
Που ήβραν τις ώρες μας και πάλεψαν σώμα με σώμα ώσπου να λάμψει
ο Έρωτας
Ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά μες στην πο-
διά της Γης!

ζ΄

Κι αύριο είναι πρωί – μας εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις
κρυψώνες του ήλιου
Με χρυσές μπρατσέρες θα ΄βγουμε στον κίνδυνο πιο πέρ’ απ’ τ’ ακρω-
τήριο της καλής ανταύγειας
Προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες
στη μέση της χαράς
Υψώνοντας τις φλόγες των σαν τα’ αλαφριά κορμιά της καλοσύνης
Θα ξαφνιάσουμε τις θαρραλέες σφενδόνες του οίστρου μιας ωκεανο-
πορίας
Χτυπώντας τις παλάμες μας ώσπου ν’ ακούσ’ η Γη κι ανοίξει όλα τα πέ-
ταλα των μυστηρίων της
Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα προσφέρουμε τις ώρες μας
προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση
Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ’ άλλο μούχρωμα – σ’ άλλον λι-
μναίο καθρέφτη να σωπάσουν
Ας κρυφτούν οι κύκνοι των ευαισθησιών μες στη λωρίδα μιας ψιθυ-
ρισμένης οάσεως
Τα οργώματα της λεβεντιάς είναι για θούρια πρασινάδας λυγισμένης
με άνεμο και λόγο!


9.6.06

ΕΠΕΤΕΙΟΣ



ΕΠΕΤΕΙΟΣ



even the weariest river
winds somewhere safe to sea!


Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Που να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες
Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του
Α, Ζωή
Παιδιού που γίνεται άντρας
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται
Η σκιά ενός γλάρου.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δέντρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια
Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο
Ποιο μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πιά
Κανείς δεν είναι
Ν’ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
Ν’ ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας
Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους
Λίγα χρόνια λίγα κύματα
Κωπηλασία ευαίσθητη
Στους όρμους γύρω απ’ την αγάπη.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει
- Όποιος είδε δυό μάτια ν’ αγγίζουν τη σιωπή του
Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους
Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους
Πιο κοντά στο φως
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα –
Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται
Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη
Μαδά η επιτυχία
Στρόβιλοι φτερών
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα
Χώμα σκληρό κάτω από τα’ ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο
Ηφαίστειο νεκρό.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο
Πιο πέρα απ’ τα νησιά
Πιο χαμηλά απ’ το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες
- Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος
Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε
Και μ’ όλα τα δελφίνια της αυγάζ’ η ελπίδα
Κέρδος του ήλιου σε μι’ ανθρώπινη καρδιά –
Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε
Μια μορφή από αλάτι
Λαξεμένη με κόπο
Αδιάφορη άσπρη
Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της
Στηρίζοντας το άπειρο.

5.6.06

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ - ΩΡΙΩΝ


ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ


ΩΡΙΩΝ

α’

Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμος
Διάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλια
Η νύχτα ελαφρωμένη
Από το θόρυβο και τη φροντίδα
Μέσα μας μετασχηματίζεται
Κι η καινούρια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη.

Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του Θεού.

β΄

Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη της
Αλλάζει κοίτη ο χρόνος
Και γυμνούς από έγνοια επίγεια
Σ’ άλλα νοήματα μας οδηγεί

Που είναι ο σφυγμός του εδάφους
Το αίμα στη μνήμη των προσώπων μας
Ο αυτούσιος πηγαιμός;

γ΄

Των φθαρτών δακρύων απόγονοι
Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών
Αφήσαμε το γήινο δέρμα
Και στον ψίθυρο των δέντρων ψαύσαμε
Τα λόγια μας
Για τελευταία φορά

Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!

δ΄

Εικόνα ω! αναλλοίωτη
Φωτοχυσία
Ντύνεις κάθε μετέωρη έννοια
Που προσεγγίζει την ελπίδα μας
Προς την αταραξία

Εκεί το ερωτηματικό που μας αποχωρίζεται

Είσαι παντού Μοιράζεσαι
Τις σκοτεινές μας άρπες
Άυλο περίβλημα.

ε΄

Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορευόνταν οι ψυχές μας
Στη συνάντηση τους μες στους ουρανούς
Έλαμψε καθαρή στιγμή
Τρεμούλιασμα εναγώνιο
Το πιστό καθρέφτισμα των σωθικών μας

Πιο ψηλά
Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της
Θρονιάζεται η Γαλήνη

Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μας
Γιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μας
Γιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας

Ξαναγεννάει αισθήματα.

ς΄

Μέσα μας αναλύθηκε η Σιωπή
Ο αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια
Σ’ ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμη
Όταν εχαρισθήκαμε σε μιάν απίστευτη όχθη

Όχθη των ελαφρών σκιών
Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα
Τα χρυσά στίγματα μας κοίταξαν
Τόσο που αποσπασθήκαμε απ’ το βάρος μας
Όπως αποσπασθήκαμε απ’ την αμαρτία!

ζ΄

Νοητή λάμψη
Κυανό διάστημα
Κάθαρση της ψυχής!
Σαν να ‘λειψε ο επίγειος θόρυβος
Σαν να σταμάτησε η κακία της μνήμης
Καθαρό πάλλεται
Το καινούριο μας όνειρο
Μας τραβάει απ’ το χέρι αόρατο χέρι

Όπου Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός
Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.