30.7.06

Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ

Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ



Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ





Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη – Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα διοσμαρίνια

- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσαφί του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων – Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου αστερίας.

Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι
Για ν’ αλλάζουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στον μαΐστρο.

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

25.7.06

ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΝΥΧΤΑ

Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΝΥΧΤΑ





… Στη βραγιά, κοντά στο μουσικό παράπονο της καμπύλης του χεριού σου. Κοντά στα διάφανα στήθη σου, τα ξέσκεπα δάση γεμάτα βιόλες και σπάρτα κι ανοιχτές παλάμες φεγγαριού, ως πέρα στη θάλασσα, τη θάλασσα που χαϊδεύεις, τη θάλασσα που με παίρνει και μ’ αφήνει φεύγοντας σε χίλια κοχύλια.
Ορατή και ωραία γεύομαι την καλή στιγμή σου! Λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με τους ανθρώπους, που τους ορθώνεις στο ανάστημα της καρδιάς σου για να μην προσκυνήσει πια κανείς ό,τι του ανήκει, ό,τι αναδεύεται σαν δάκρυ στη ρίζα κάθε χορταριού στην κορυφή κάθε φτασμένου κλώνου. Λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με την άνοιξη των πραγμάτων που τα δάχτυλά σου ταιριάζουν με τη μοίρα τους. Ορατή και ωραία στο πλάι σου είμαι ακέραιος! Θέλω δρόμους απέραντους τη διασταύρωση των πουλιών και των σωστών ανθρώπων, τη σύναξη των άστρων που θα συμβασιλέψουν. Και θέλω να πιάσω κάτι, ακόμη και την πιο μικρή πυγολαμπίδα σου που πηδάει ανύποπτη μες στην προβιά των κάμπων, για να γράψω με σίγουρη φωτιά πως δεν είναι τίποτε το περαστικό στον κόσμο από τη στιγμήν εκείνη που διαλέξαμε, τη στιγμή τούτη που θέλουμε να υπάρχει πέρα και πάνω από τη πάγχρυση εναντιότητα, πέρα και πάνω από τη συμφορά της πάχνης του θανάτου, στη φορά κάθε ανέμου που με αγάπη σημαδεύει την καρδιά μας, στο υπέροχο μυρμήδισμα τ’ ουρανού που νυχτόημερα πλάθεται απ’ την καλοσύνη των άστρων.

23.7.06

ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ


Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ


Βγήκες από τα σωθικά της βροντής
Ανατριχιάζοντας μες στα μετανιωμένα σύννεφα
Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη
Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο
Για ν’ αντικρύσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη
Ν’ ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πέλαγος

Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη
Όρθωσες ένα στήθος βράχου
Κατάστιχτου απ’ την έμπνευση της όστριας
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Γέννησες τη φωνή της μέρας
Έστησες ψηλά
Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία
Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης νους
Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου

Πλάι από ρόχθους, πλάι από καημούς αφρών
Μέσ’ από τις ευχαριστίες του ύπνου
Όταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων
Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής,
Ένιωσες τη χαρά της γέννησης
Πήδησες μες στον κόσμο πρώτη
Πορφυρογέννητη, αναδυομένη
Έστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες
Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου
Για να χαϊδέψει τα μαλλιά της πέμπτης πρωινής.

Ρήγισσα των παλμών και των φτερών του Αιγαίου
Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου

Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη
Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους
Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς
Κι από τον μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται
Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα
Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς
Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα
Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.

Ώ κόρη κορυφαίου θυμού
Γυμνή αναδυομένη
Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου
Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία
Σε χιλιάδες χρώματα ν’ αναβλαστήσει το αίσθημα
Φτεροκοπώντας ανοιχτά
Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία

Άστραψε μες στο κήρυγμα του ανέμου
Την καινούρια και παντοτινή ομορφιά
Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται
Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.

19.7.06

Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ (ΧV - ΧXΙ)



Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ (ΧV - ΧXΙ)


ΧV


Η μαγνητική βελόνα κινδυνεύει. Όπου και να γυρίσει θαμπώνεται από το φλογοβόλο πρόσωπο της εγκάρδιας ανατολής. Πέτα λοιπόν του γυακίνθους, τρέξε πάνω από τρυγητούς αφρών προς το ευοίωνο εξαφτέρυγο άγγελμα!

Η ανάσα του μέλλοντος αχνίζει έμψυχα δώρα.

ΧVI

Κρύψε στο μέτωπό σου τ’ άστρο που θέλησες να βρεις μέσα στο πένθος. Και μ’ αυτό προχώρησε και μ’ αυτό πόνεσε πάνω απ’ τον πόνο των ανθρώπων. Κι άφησε το λαό των άλλων να χαμηλώνει. Εσύ ξέρεις πάντοτε περισσότερα. Γι’ αυτό άλλωστε αξίζεις και γι’ αυτό σαν σηκώνεις τη σημαία σου ένα χρώμα πικρό πέφτει στις όψεις των πραγμάτων που παρομοιάζουν τον τιτάνιο κόσμο.

ΧVII

Τίποτε δεν έμαθες απ’ αυτά που γεννήθηκαν κι απ’ αυτά που πεθάνανε κάτω απ’ τους πόθους. Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δε σ’ εδάμασε και συνεχίζεις τ’ όνειρο. Τι να πουν τα πράγματα και ποια να σε περιφρονήσουν!
Όταν αστράφτεις στον ήλιο που γλιστράει επάνω σου σταγόνες κι αθάνατους γυακίνθους και σιωπές, εγώ σ’ ονομάζω μόνη πραγματικότητα. Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή, πηγή, μπουμπούκι, αχτίδα, εγώ σ’ ονομάζω μόνη πραγματικότητα. Όταν αφήνεις αυτούς που αφομοιώνονται μες στην ανυπαρξία και ξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη, εγώ από την αρχή ξυπνώ μέσα στην αλλαγή σου…
Μην παίζεις πια. Ρίξε τον άσο της φωτιάς. Άνοιξε την ανθρώπινη γεωγραφία.

XVIII

Μελαχρινή μαρμαρυγή – νανούρισμα των βλεφάρων πάνω απ’ τη μυθική απλωσιά του κόσμου.
Είναι καιρός που ρίχτηκε η σιωπή κατάστηθα στον άνεμο, είναι καιρός που ο άνεμος ένα ένα ονομάτισε τα σωθικά της.
Τώρα η φύση πιάνεται απ’ το χέρι τρέχοντας πέρα σαν παιδί, ξαφνιάζοντας τα μάτια της μ‘ έναν γαλάζιο παραπόταμο μ’ ένα φωταγωγημένο φύλλωμα, μ’ ένα σύννεφο καινούριο σε μορφή αιθρίας. Κι εγώ – σκαλίζοντας την καρδιά της καρυδιάς, πασπατεύοντας την άμμο της ακρογιαλιάς, βυθομετρώντας το απέραντο διάστημα έχασα τα σημάδια που θα σε γεννούσανε. Πού είσαι λοιπόν όταν στερεύει την ψυχή ο νοτιάς κι η Πούλια νεύει στη νυχτιά να λευτερώσει του άπειρο, πού είσαι!

ΧΙΧ

Αυτό το μπουμπούκι της φωτιάς θ’ ανοίξει όταν εσύ βαφτίσεις αλλιώς την παπαρούνα σου.
Από τότε, όπου και να γεννηθείς πάλι, όπου και να καθρεφτιστείς, όπου και να συντρίψεις το ομοίωμά σου, το πάθος μου θα βρίσκεται στον Απρίλη του ανοίγοντας με την ίδια οδυνηρή ευκολία τις εφτά συλλογισμένες φλόγες του.

ΧΧ

Τόσο φως, που κι η γυμνή γραμμή απαθανατίστηκε. Το νερό σφάλισε τους όρμους. Το μονάκριβο δέντρο ιχνογράφησε το διάστημα.
Τώρα δε μένει παρά να ‘ρθεις εσύ ώ! σμιλεμένη από την πείρα των ανέμων και ν’ αντικαταστήσεις το άγαλμα. Δε μένει παρά να ‘ρθεις εσύ και να γυρίσεις τα μάτια σου προς το πέλαγος που πια δε θα ‘ναι άλλο από τ’ ολοζώντανο το αδιάκοπο το αιώνιο ψιθύρισμά σου.

Δε μένει παρά να τελειώσεις στους ορίζοντες.

ΧΧΙ

Έχεις μια γη θανάσιμη που φυλλομετράς αδιάκοπα και δε κοιμάσαι. Τόσους λόφους λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια. Κι η μια καρδιά σου γίνεται πληθυντική εξιδανικεύοντας την πεμπτουσία τους. Κι όπου κι αν προχωρήσεις ανοίγεται το διάστημα, κι όποια λέξη κι αν στείλεις στο άπειρο μ’ αγκαλιάζει. Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε:

Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος.

17.7.06

Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ (ΙΧ - ΧΙV)



Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ (ΙΧ - ΧΙV)


ΙΧ


Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο. Σε πήρα όπως εσύ πήρες την αμεταχείριστη φύση και τη λειτούργησες είκοσι τέσσερις φορές στα δάση και τις θάλασσες. Σε πήρα μέσα στο ίδιο ρίγος που αναποδογύριζε τις λέξεις και τις άφηνε πέρα σαν ανοιχτά και αναντικατάστατα όστρακα. Σε πήρα σύντροφο στην αστραπή, στο δέος, στο ένστιχτο. Γι’ αυτό κάθε φορά που αλλάζω μέρα σφίγγοντας την καρδιά μου ως το ναδίρ, εσύ φεύγεις και χάνεσαι νικώντας την παρουσία σου, δημιουργώντας μια μοναξιά Θεού μια πολυτάραχη ανεξήγητη ευτυχία.
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο από κείνο που βρήκα και μιμήθηκα σε Σένα!

Χ

Ακόμα μια φορά μέσα στις κερασιές τα δυσεύρετα χείλη σου. Ακόμα μια φορά μέσα στις φυτικές αιώρες τα’ αρχαία σου όνειρα. Μια φορά μέσα στ’ αρχαία σου όνειρα τα τραγούδια που ανάβουν και χάνονται. Μέσα σ’ αυτά που ανάβουν και χάνονται τα ζεστά μυστικά του κόσμου. Τα μυστικά του κόσμου.

ΧΙ

Ψηλά στο δέντρο των άσπρων ταξιδιών με το εωθινό κορμί σου χορτάτο από μαΐστρο ξεδιπλώνεις τη θάλασσα που γυμνή παίρνει και δίνει τη ζωή της στα γυαλιστερά φύκια. Φέγγει το διάστημα και πολύ μακριά ένας άσπρος ατμός σφίγγεται στην καρδιά του σκορπίζοντας τα χίλια δάκρυα. Είσαι λοιπόν εσύ που ξεχνάς τον Έρωτα μες στα ρηχά νερά, στα ύφαλα μέρη της ελπίδας. Εσύ που ξεχνάς μέσα στα μεσημέρια φλόγες. Εσύ που σε κάθε λέξη πολύχρωμη βιάζεις τα φωνήεντα συλλέγοντας το μέλι τους στην καρποδόχη!
Όταν γυρίσει το φύλλο της ημέρας και βρεθείς άξαφνα ξανθή κι ηλιοκαμένη μπρος στο μαρμάρινο αυτό χέρι που θα κηδεμονεύει τους αιώνες θυμήσου τουλάχιστον εκείνο το παιδί που φιλοδοξούσε καταμόναχο μες στην οργή του πόντου να συλλαβίσει την ανυπέρβλητη ομορφιά της ομορφιάς σου. Και ρίξε μια πέτρα στον ομφαλό της θάλασσας, ένα διαμάντι μέσα στη δικαιοσύνη του ήλιου.

ΧΙΙ

Πάρε μαζί σου το φως των γυακίνθων και βάφτισέ το στην πηγή της μέρας. Έτσι κοντά στ’ όνομά σου θα ριγήσει ο θρύλος, και το χέρι μου νικώντας τον κατακλυσμό θα βγει με τα πρώτα περιστέρια. Ποιος θα το προϋπαντήσει αυτό το θρόισμα, ποιος θα τα’ αξιωθεί σιμά του, ποιος είναι αυτός που θα σε προφέρει πρώτος όπως προφέρει ο μέγας ήλιος το βλαστάρι!
Κύματα καθαρίζουνε τον κόσμο. Καθένας ψάχνει το στόμα του. Που είσαι φωνάζω κι η θάλασσα τα βουνά τα δέντρα δεν υπάρχουν.

ΧΙΙΙ

Πες μου τη νεφελόπαρτη ώρα που σε κυρίεψε όταν η βροντή προηγήθηκε της καρδιάς μου. Πες μου το χέρι που προχώρησε το δικό μου χέρι μέσα στην ξενιτιά της θλίψης σου. Πες μου το διάστημα και το φως και το σκοτάδι – το παρείσαχτο κυμάτισμα ενός τρυφερού ιδιωτικού Σεπτέμβρη.

Και σκόρπισε την ίριδα, στεφάνωσέ με.

ΧΙV

Να ξαναγυρίζεις στο νησί της αλαφρόπετρας μ’ ένα τροπάριο ξεχασμένο που θα ζωντανεύει τις καμπάνες δίνοντας θόλους ορθρινούς στις πιο ξενιτεμένες θύμησες. Να τινάζεις τα μικρά περβόλια έξω από την καρδιά σου κι ύστερα πάλι να φιλεύεσαι απ’ την ίδια τους θλίψη. Να μη νιώθεις τίποτε πάνω απ’ τους αυστηρούς βράχους κι όμως η μορφή σου ξαφνικά να μοιάζει με τον ύμνο τους. Να σε παίρνουν τ’ ανώμαλα πέτρινα σκαλιά ψηλά ψηλά κι εκεί να καρδιοχτυπάς έξω απ’ την πύλη του καινούριου κόσμου. Να μαζεύεις δάφνη και μάρμαρο για την άσπρη αρχιτεκτονική της τύχης σου.

Και να ‘σαι όπως γεννήθηκες, το κέντρο του κόσμου.

15.7.06

Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ (Ι - VΙII)



Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ (Ι - VΙII)



I

Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή και μάζεψε τα μαλλιά της νύχτας αυτής που ονειρεύεται γυμνό το σώμα της. Έχει πολλούς ορίζοντες, πολλές πυξίδες, και μια μοίρα που καίει ακούραστη κάθε φορά και τα πενήντα δυο χαρτιά της. Ύστερα ξαναρχίζει με κάτι άλλο – με το χέρι σου, που του δίνει μαργαριτάρια για να βρει έναν πόθο, ένα νησίδιο ύπνου.
Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή κι αγκάλιασε την πελώριαν άγκυρα που ηγεμονεύει στους βυθούς. Σε λίγο θα ‘ναι στα σύννεφα. Κι εσύ δεν θα καταλαβαίνεις, μα θα κλαις, θα κλαις για να σε φιλήσω, κι όταν πάω ν’ ανοίξω μια σχισμή στο ψέμα, έναν μικρό γαλανό φεγγίτη στη μέθη, θα με δαγκάσεις. Μικρή, ζηλιάρα της ψυχής μου σκιά, γεννήτρα μιας μουσικής κάτω απ’ το σεληνόφωτο

Στάσου λιγάκι πιο κοντά μου.

ΙΙ

Εδώ – μέσα στα πρώιμα ψιθυρίσματα των πόθων, ένιωσες για πρώτη φορά την οδυνηρή ευτυχία του να ζεις! Μεγάλα κι αμφίβολα πουλιά σχίζαν τις παρθενιές των κόσμων σου. Σ’ ένα σεντόνι απλωμένο έβλεπαν οι κύκνοι τα μελλοντικά τους άσματα κι από κάθε πτυχή της νύχτας ξεκινούσαν τινάζοντας τα όνειρά τους μες στα νερά, ταυτίζοντας την ύπαρξή των αγκαλιών που προσμέναν.
Μα τα βήματα που δεν έσβησαν τα δάση τους αλλά στάθηκαν στη γλαυκή κόχη τ’ ουρανού και των ματιών σου τι γύρευαν; Ποιο έναστρο αμάρτημα πλησίαζε τους χτύπους της απελπισίας σου;
Μήτε η λίμνη, μήτε η ευαισθησία της, μήτε το εύφλεκτο φάντασμα δυο συνεννοημένων χεριών δεν αξιώθηκαν ποτέ ν’ αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ρόδινο αναστάτωμα.

ΙΙΙ

Έμβρυο πιο φωτεινής επιτυχίας – μέρα λαξεμένη με κόπο πάνω στ’ αχνάρια του αγνώστου. Όσο πληρώνεται το δάκρυ, ξεφεύγει απ’ τον ήλιο.
Κι εσύ που μασάς τις ώρες σου σαν πικροδάφνη γίνεσαι οιωνός τρυφερού ταξιδιού μες στην αθανασία.

ΙV

Πέντε χελιδόνια – πέντε λόγια που έχουν εσένα προορισμό. Κάθε λάμψη κλείνει απάνω σου. Πριν απλοποιηθείς σε χόρτο αφήνεις τη μορφή σου απάνω στο βράχο που πονεί ανεμίζοντας τις φλόγες του προς τα μέσα. Πριν γίνεις γεύση μοναξιάς τυλίγεις τα θυμάρια θύμησες.
Κι εγώ, φτάνω πάντοτε ίσια στην απουσία. Ένας ήχος κάνει το ρυάκι, κι ό,τι κι αν πω, ό,τι αγαπήσω μένει άθικτο στους ίσκιους του. Αθωότητες και βότσαλα στο βυθό μιας διαύγειας. Αίσθηση κρυστάλλου.

V

Περνώντας και παίρνοντας το χνούδι της ηλικίας σου ονομάζεσαι ηγεμονίδα. Φέγγει το νερό σε μια μικρή παλάμη. Όλος ο κόσμος ανακατώνει τις μέρες του και στη μέση της μέθης του φυτεύει ένα μάτσο γυακίνθους. Από αύριο θα ‘σαι η επίσημη ξένη των αποκρύφων σελίδων μου.

VI

Μέσα στα δέντρα τούτα που θα επιζήσουνε το αίθριο πρόσωπό σου. Η αγκαλιά που θα μετατοπίσει έτσι απλά τη δροσιά της. Ο κόσμος που θα μείνει χαραγμένος εκεί.
Ω τα κλεισμένα λόγια που έμειναν μες στους φλοιούς των ελπίδων, στους βλαστούς τω νιόκοπων κλαριών μιας φιλόδοξης μέρας – τα κλεισμένα λόγια που πικράνανε τα’ ομοίωμά τους κι έγιναν οι Υπερηφάνειες.

VII

Συγκίνηση. Τα φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί και ζώντας χωριστά πάνω στις λεύκες που μοιράζουν άνεμο. Πριν απ’ τα μάτια σου είναι αυτός που φυγαδεύει αυτές τις θύμησες, αυτά τα βότσαλα – τις χίμαιρες! Η ώρα είναι ρευστή κι εσύ στυλώνεσαι πάνω της ακάνθινη. Συλλογίζομαι αυτούς που δε δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά. Που αγαπούν το φως κάτω απ’ τα βλέφαρα, που σαν μεσουρανήσει ο ύπνος άγρυπνοι μελετούνε τα’ ανοιχτά τους χέρια.
Και θέλω να κλείσω τους κύκλους που άνοιξαν τα δικά σου δάχτυλα, να εφαρμόσω επάνω τους τον ουρανό για να μην είναι πια ποτέ ο στερνός τους λόγος άλλος.

Μίλησέ μου· αλλά μίλησέ μου για δάκρυα.

VIII

Στο βυθό της μουσικής τα ίδια πράγματα σ’ ακολουθούν μετουσιωμένα. Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της. Κι εσύ κρατώντας το φώσφορο στην παλάμη σου κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες της πελώριας τύχης. Και τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη καμπυλώνουν τις θύμησες και περνούν τους φθόγγους στο στερνό αέτωμα της αμφιλύκης.
Πρόσεξε! Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθος σου. Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο είναι το τάξιμο που δεν έστερξες ποτέ σου. Κι η μεγάλη πουρά που θα σ’ αφάνιζε είναι αυτός ο ανάλαφρος ίλιγγος που σε δένει μ’ απόγνωση αγωνίας στα λοίσθια τω μενεξέδων.

Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε…

12.7.06

ΑΙΘΡΙΕΣ (ΧΙΙ - ΧΧΙ)


ΑΙΘΡΙΕΣ (ΧΙΙ - ΧΧΙ)



ΧΙΙ

Στο ρυάκι που λιάζεται
Σαν ημερήσιο επίθετο
Μιλεί ο κορυδαλλός
Δεν ξέρει καν πως βρέθηκε
Να ζει σ’ ένα σεργιάνι
Ατέλειωτο
Πως ήπιε τόσες πρωινές στιγμές
Και σχίζει με το φέγγος του
Την αιωνιότητα.

ΧΙΙΙ

Ακυβέρνητη ζωή
Σχεδία με χέρια που διανυχτερεύουν
Αγγίζοντας τα σύννεφα
Σαν πανιά
Σαν θαύματα
Γλάρων που υψώσαν ως εκεί την παρθενιά τους
Φέγγοντας τις ελπίδες με μικρές καρδιές ανθρώπων

Ω νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο.

ΧΙV

Πουλιά στα χίλια χρώματα
Των ενθουσιασμών
Ελαφρά καλοκαίρια
Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις
Που αγγίζουνε

Θ’ αδειάσουμε τη στάμνα
Θα γίνουμε γλαυκοί
Δωρητές του πελάγους.

ΧV

Ήβη της μέρας πρώτη κρήνη της χαράς
Η αρχαία μυρσίνη τινάζει τη σημαία της
Θ’ ανοίξει ο κόλπος των κορυδαλλών στο φως
Κι ένα τραγούδι θα σταθεί μετέωρο
Σπέρνοντας τα χρυσά κριθάρια της φωτιάς
Στους πέντε ανέμους

Λευτερώνοντας τη γήινη ομορφιά.

XVI

Ναι οι μηλιές ανθίζουν
Με μιάν ανάσα μουσικής μέσα στα φύλλα
Δακρύβρεχτες μορφές καρπών μετεωρίζονται
Απαλά
Μέσα στ’ αμίλητο νερό της κολυμπήθρας του ήλιου

Ναι θα στολίσουμε τη γη
Θα σφίξουμε τη μέρα
Θ’ αλαλάξουμε
Στο στήθος της αληθινής μητέρας.

XVII

Έτσι μιλεί μικρή γαλαζοαίματη
Που βγήκε από κοχύλι με δροσιά στα χείλη

Φίλη ξανθή της θάλασσας.

XVIII

Μακρινή αφοσίωση μια μέρα ελπίζει
Σφίγγει στο στήθος της τα δέντρα τα παιδιά της
Κοιτάζει τη μελλούμενη σοδειά
Φύλλα καρπούς ανθούς πολύκλαδα όνειρα

Θα ‘χει βροχές κι ανέμους για να τ’ αναθρέψει
Θα ‘χει κοιλάδες για να τ’ αναπάψει
Και για να τα πονέσει – μια βαθιά καρδιά.

XIX

Η σάρκα της ιτιάς η αρχέγονη φωτιά της νιότης
Η ανεκμετάλλευτη μιλιά της ευωδιάς της γης
Η ρίζα η σπίθα η αστραπή το σύννεφο

Σκάψιμο δίχως τέλος με χαρά και ιδρώτα
Μέσα στα μεταλλεία της καρδιάς
Μέσα στα ματωμένα σπλάχνα της οδύνης
Διάβα μέσ’ από τους πορθμούς της θύμησης
Πιο μακριά ολοένα πιο μακριά πιο πέρα
Εκεί που σβήνει τη μορφή της η έρημος.

ΧΧ

Κατασταλαγμένη μουσική
Στους βυθούς των μενεξέδων
Χώμα νοτισμένο από
Αρχαία ρέμβη εφτάχρωμη

Μόλις ακούγεται μακριά
Το καρδιοχτύπι
Κι οι αθώοι του καημοί
Πίδακες χρυσανθέμων.

ΧΧΙ

Μια τέτοια συντυχία
Το ρόδο κι ο κρουνός της μέρας
Το έμφυτο πάθος κι η αποθέωση

Το κάθε τι προσάναμμα χαράς
Το κάθε τι χέρι του χαίρε
Μεγάλη ασβεστοχρισμένη αυγή
Στην προσθαλάσσωση του πρώτου ονείρου
Φλύαρη μαρμαρυγή
Έξοδος
Στην υπαίθρια λευτεριά των κρίνων.

10.7.06

ΑΙΘΡΙΕΣ (Ι – ΧΙ)



ΑΙΘΡΙΕΣ (Ι – ΧΙ)


Τα μυρισμένα χείλη
της ημέρας φιλούσι
το αναπαυμένον μέτωπον
της οικουμένης…


ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ


Ι

Όνομα δροσερό σαν να μεγάλωσε στο πέλαγος
Ή να ‘ζησε με μια γαλάζιαν άνοιξη στα στήθια
Φέρνει σιμά τον κόσμο. Κι είναι η μέρα
Που άρχισε από μέσα της η ενδόμυχη
Ανατολή που ξέχασε τα δάκρυα
Δείχνοντας μες στους χώρους των ματιών
Γήινα θρύμματα ευτυχίας.

ΙΙ

Ουρανός καθαρόαιμος
Δάχτυλα που τα πήρε ρυάκι
Περασμένο απ’ τον ύπνο

Στα χλωρά δαφνόφυλλα
Γυμνή κείτεται η μέρα.

ΙΙΙ

Η στιλπνή αίσθηση παίρνεται στα μάτια
Ύλη ξεσηκωμένη από το χώμα
Επίπεδο του επάνω ανέμου
Ω ταξίδι ευφρόσυνο

Κάθε στιγμή πανί που αλλάζει χρώμα
Και κανείς
Κανείς ίδιος
Στο απαράλλακτο διάστημα.

ΙV

Χρυσίζει ο κόπος του καλοκαιριού η δίκαιη
Του ήλιου υπόσταση. Να στάχυα
Πρόσωπα γυμνά
Καμένα στο αίσθημα!

Κι ο κάμπος κυματίζει ο Έρωτας
Κυματίζει ο κρύφιος κόσμος

Καθαρός ύμνος του βίου.

V

Τα κορίτσια που πάτησαν τα λίγα
Λόγια μεγαλωμένα του ήλιου
Γέλασαν! Και ποια κίνηση
Στις άσπρες πασχαλιές
Στις φυλλωσιές που ανίδεες
Σκέπασαν τις κακές πράξεις των ίσκιων
Τις κρυφές γαμήλιες σταλαγματιές

Όνειρα νιόνυφα! Δεν τ’ απαρνιέται ο χρόνος
Και στο χνούδι του βρίσκουν την εικόνα τους.

VI

Λιγοστεύουν στα μάτια οι στέγες των πουλιών
Φως πάλι φως η ψυχή που μάχεται
Υπερήφανη κλαγγή μακριά του κόσμου
Όπλο και σφρίγος

Κι η αλήθεια η φούχτα του νερού
Καθαρού πριν απ’ τη δίψα
Στο άπειρο.

VII

Το σταφύλι αυτό που δίψασε η ψυχή
Γεμισμένη απτόητο άνεμο
Η θητεία του καλοκαιριού
Στα πεύκα και στα κύματα
Ένας έρωτας άσπρος και γλαυκός

Με γυμνές ώρες
Που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξη
Κυματιστή
Ξεφυλλισμένη
Ελεύθερη
Σαν φως
Στα πλατιά ενδόμυχα δώματα.

VIII

Μια ιππασία στα σύννεφα
Μια κάμαρη όπου γδύθηκε κορίτσι αγαπημένο
Ένα μπουκέτο ημέρες ύστερ’ από τη βροχή
Ο ήλιος
Εγώ
Που έσκαψα τόσες νύχτες για να τον ξαφνιάσω
Δίνοντας μια σπρωξιά στην αναμφίβολη
Ευτυχία

Ναι το εαρινό απόσπασμα
Μου αφήνει την καρδιά
Μου αφήνει τη γοητεία
Να νιώθομαι πάντοτε αλλού ενώ γερνώ εδώ πέρα

Ω! λυγισμένη ευωδιά
Κλωνάρι κρύο παιδί νερού
Αγαθό μονοπάτι.

ΙΧ

Κατάστηθα στο ρεύμα
Ψάρι που ψάχνει διαύγεια σ’ άλλο κλίμα
Χέρι που δεν πιστεύει τίποτε

Δεν είμαι σήμερα όπως χτες
Οι ανεμοδείχτες μ’ έμαθαν να νιώθω
Λιώνω τις νύχτες τις χαρές γυρίζω απ’ την ανάποδη
Σκορπάω τη λήθη ανοίγοντας έναν περιστερεώνα
Φεύγοντας απ’ την πίσω πόρτα τ’ ουρανού
Χωρίς μιλιά στο βλέμμα
Καθώς παιδί που κρύβει ένα γαρίφαλο
Μες στα μαλλιά μου.

ΧΙ

Χωρίς γυαλί στη δρόσο αυτή που κλαίει
Από χαρά χωρίς γαζίες την άνοιξη
Χαδιάρα που εμπιστεύεται τις φυλλωσιές της
Σ’ όλο τον ίσκιο της αναπνοής μου σήμερα
Αύριο
Γέλιο ανάσκελο
Σ’ ένα μαντήλι που έχασε τις τέσσερίς του άκρες
Σκόρπια μοναξιά.

9.7.06

ΕΥΑ


ΕΥΑ


Αφήνεσαι με κύμα στη σιωπή
Που ερημώνει την κατοικημένη ελπίδα μου

Ένα δασάκι πλάι στη φωτιά
Στοίχημα των νυχτερινών ανέμων
Ένα βημάτισμα σκιάς στην όχθη της Χίμαιρας
Ένα δωμάτιο
Δωμάτιο των απλών ανθρώπων
Ένα μυστικό
Πλυμένο κι απλωμένο στη ματιά που θέλγει

Στη ματιά σου ή στο ύψος του ήλιου της
Όλος μου ο βίος γίνεται μια λέξη
Όλος ο κόσμος χώμα και νερό
Κι όλες οι φλόγες των δαχτύλων μου
Βιάζουν τα χείλη της ημέρας
Κόβουν στα χείλη της ημέρας
Το κεφάλι σου

Αντιμέτωπο στη μοναξιά του ονείρου.

8.7.06

ΕΛΙΓΜΟΣ


ΕΛΙΓΜΟΣ


Στα μαβιά κρόσσια της οδύνης
Στ’ αγάλματα της αγωνίας
Στις υγρές σιωπές
Υπάρχει ένα πρόσωπο
Τόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυα
Τόσο ακατανόητο
Τόσο ζεστό στο χέρι που του γνέφει
Έν’ άλλο πρόσωπο
Μια οπτασία με πυρσούς που σχίζει την ερήμωση
Καβάλα η νύχτα στις οροσειρές της
Με άστρα σαν νοήματα που σφεντονίστηκαν
Άλλοτε απ’ την παιδική τους ηλικία
Και δίνουνε το κατευόδιο της ζωής
Επάνω στις ανηφοριές του οίκτου.

Υπάρχει
Μια τρυφερή καμπύλη που χρωστά στον πόνο
Την περιπέτεια της φωτοχυσίας της
Ένας φακός που ενώνει τ’ αμαρτήματα
Σαν ύπτια σπλάχνα που ‘ριξεν η τύχη
Εκεί
Ένας καλός απ’ τη σκιά που τον μαγεύει τοίχος
Κάνει γωνία πριν από το κλάμα
Ύστερα φτάνουν οι κορμοστασιές του ολέθρου
Δέντρα με μόνη επίπλωση τα δάχτυλά τους
Με μόνη πίστη την ξεριζωμένη τους λαλιά
Είναι καλό να μη μιλάν εκείνοι που έζησαν
Οι άλλοι βαστούν στα χέρια οιμωγές
Τρέχοντας πέρα σαν αβάφτιστες φτερούγες

Έζησαν
Ένα πηγάδι ανοίγει φόβους έπειτ’ από κάθ’ ελπίδα του
Γιατί να τρέμει αυτό το σύρμα
Τούτο το πουλί ποιό βλέμμα να τροφοδοτεί
Τι θέλουμε
Υπάρχει

Ένα σβησμένο πρόσωπο σε κάθε αυλαία λήθης.

7.7.06

ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ



ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ



Χαράζεται η φωνή μες στον τρεμάμενο άνεμο, και μες στα κρύφια
δέντρα του εσύ αναπνέεις

Είναι ξανθή κάθε σελίδα του ύπνου σου κι όπως κινάς τα δάχτυλά
σου μια φωτιά σκορπίζεται

Μέσα σου με παρμέν’ από τον ήλιο αχνάρια! Και ούριος πνέει
ο κόσμος των εικόνων

Και η αύριο δείχνει ολόγυμνο το στήθος της σημαδεμένο από
το αναλλοίωτο άστρο

Που νυχτώνει το βλέμμα καθώς όταν πάει να εξαντλήσει ένα
στερέωμα

Ω μην ανθέξεις πια στα βλέφαρα

Ω μη σαλέψεις πια μέσα στους θάμνους του ύπνου

Ξέρεις ποια ικεσία στα δάχτυλα το λάδι ανάβει που φρουρεί
τις πύλες της αυγής

Ποιο δροσερό φανέρωμα θροΐζει μες στην προσδοκία
η χορταριασμένη ανάμνηση

Εκεί που ελπίζει ο κόσμος. Εκεί που ο άνθρωπος δε θέλει
παρά να ‘ναι ο άνθρωπος

Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη!

5.7.06

Σ Π Ο Ρ Α Δ Ε Σ - ΕΛΕΝΗ


Σ Π Ο Ρ Α Δ Ε Σ





ΕΛΕΝΗ

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά που θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια
ο καιρός
Κατά που θ’ αφήσομε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου επάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε – σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη –
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούνε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ’ αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν
κι απομακρύνονται

Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ώ! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατών στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
και λόγια
Λόγια όχι σαν τ’ άλλα μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!

4.7.06

ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ (ζ΄)



ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

ζ’

Στην άγνοια ξεκουράζεται ο ουρανός
Στην κουπαστή του ύπνου ο άνθρωπος
Τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που αθωώνεται γράφοντας
τα’ αρχικά της στο σκοτάδι
Απλωμένο σ’ άλλον κόσμο των κλειστών βλεφάρων προνομιούχο

Πιο κοντά στην κλειδαριά
Μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει προς τη λύτρωση
Εφαρμόζει ο πόθος τις εικόνες του, ζωή που υπάρχει σ’ άλλη
ζωή
Αίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις πράξεις των ηρώων του
(άστρο εχέμυθο)
Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου, υψώνεται ως τα χρώματα
του θυρεού της λήθης
Βλέπω το γέλιο που έγραψε τη μοίρα του
Βλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος το
Και τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα ξεδιαλύνει μια φτυαριά ουρανού
καθάριου.

Έμπιστο φως ξαναγεμίζεις το άλσος μου, έτοιμος είμαι
στο προσκάλεσμά σου
Είμαστε δυο, και παρακάτω η ακροθαλασσιά πάλι με τις πιο
γνώριμες κραξιές των γλάρων
Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το σκοτάδι με χρωστάει στο φως
Η γη στη θάλασσα, η φουρτούνα στη γαλήνη

Κρεμασμένος απ’ τα κρόσσια της αυγής που εξάγνισε τα νύχτια
παρελθόντα
Γεύομαι τους καινούριους ήχους, άθλους της δροσιάς που επίστεψαν
στα δέντρα
Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της κι αποκτάει τη μέρα
Σαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της
Σαν γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της
Και χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της ηδονή
ανεξάντλητη

Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του Έρωτα.

2.7.06

ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ (ς΄)



ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

ς’

Νυχτερινό υφαντούργημα
Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τα’ αυτιά και διασκορπίζεται
Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται ν’ αδράξει
το έργο
Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότητας
Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της αδιαφορώντας

Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει
στόμα που ανοίγει
Σ’ άλλο στόμα – κόκκινο παιγνίδι κλαδεμένο απ’ τον ίλιγγο
Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα
έτσι
Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ’ ένα τέτοιο
αγνάντεμα
Όπου παθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλ’ αστέρια
Ψάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την άμμο που άφησαν
ανασκαμμένη των ερώτων οι σπασμοί

Δόθηκαν τα φτερά στα δευτερόλεπτα
Φεύγει ο κόσμος, άλλος έρχεται, στην παλάμη του διαβάζει ρόδα
και γιορτές
Φεύγει ο κόσμος, είμαι σ’ ένα κύμα του, εμπιστεύομαι όλος
στη φορά του
Μέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν τον ύπνο που πιστεύουνε
Μα ποια βουή, ποιο σπήλαιο είναι αυτό που καλεί την αγνότητα
Γλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα πάθη, βάρκα ευτυχισμένη
ορμητήριο αναπάντεχο

Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού χτυπώντας με λαλιές
τα γαλανά αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ’ ανάψουν τα μαλλιά τους για να σεργιανίσουν
Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγη
Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή
της πλώρης
Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών
ανθρώπων.