28.7.07

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ - Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ






Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ






Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά
τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.

Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα ‘φτανε
να πικράνει τον αέρα του Άδη

(Το ‘να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’ αρπαχτεί απ’ το μέλλον,
τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι

Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)

Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κάλυψε
τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες
στο διάστημα.

Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα

Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται,
μέσα στη μελανάδα τ’ ουρανού

Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη

Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό
τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το
έρεβος…

Κι απαρχής Κοιλάδες. Όρη, Δέντρα, Ποταμοί

Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη και ανα-
στρεμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο
μέσα τους τον Δήμιο

Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!

Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πόλου
κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματά τους.

Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ’ ανοιχτά για πάντα, κει
που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον
πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα.


15.7.07

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ - Η ΑΥΤΟΨΙΑ

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ


Η ΑΥΤΟΨΙΑ






Λοιπόν, εβρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να ‘χει σταλάξει στα φύλλα
της καρδιάς του.

Κι από τις τόσες φορές οπού ξαγρύπνησε, σιμά στο κηροπήγιο,
καρτερώντας τα χαράματα, μια πυράδα παράξενη του ‘χε αρπάξει τα
σωθικά.

Λίγο πιο κάτω από το δέρμα, η κυανωπή γραμμή του ορίζοντα έντονα
χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα.

Οι φωνές των πουλιών, που ‘χε σ’ ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθίσει,
φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο που δεν εστάθη βολετό
να προχωρήσει σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό
Που τ’ αντίκρυσε –είναι φανερό- στη στάση την τρομαχτική του
αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το δάσος να σαλεύει
ακόμη πάνω στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή.

Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη.

Και μονάχα στην κόγχη από τ’ αριστερό του αυτί, λίγη, λεπτή,
ψιλούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα. Οπού σημαίνει ότι
πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι στη θάλασσα, κατάμονος, με το
μαράζι του έρωτα και τη βοή του ανέμου.

Όσο γι’ αυτά τα ψήγματα φωτιάς στην ήβη, δείχνουν ότι στ’ αλήθεια
πήγαινε ώρες πολλές μπροστά κάθε φορά οπού έσμιγε
γυναίκα.

Θα ‘χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.

8.7.07

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ - Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ

ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ





Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ






Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε αντίκρυ
απ’ τα βουνά μιάν αλαφράδα, μόλο που η μέρα ήταν σκληρή και
η αύριο άγνωστη.

Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά το χέρι πάνω από
το κηπάκι των νεκρών, Εκείνη

Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια -το φύσημα
της δεντρολιβανιάς και την αθάλη του καπνού από τα καμίνια –
στης θαλάσσης την έμπαση αγρυπνούσε

Αλλιώς ωραία!

Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ’ ένα θρόισμα, κι άλλα
που μοιάζουν των αποθαμένων κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπα-
ρίσσια, σαν παράξενα ζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κε-
φαλή της άναβαν. Και μία

Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό το-
πίο να φανεί

Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύροι ανθρώποι,
δείχνοντας με ποιον τρόπο γεννιέται η ομορφιά

Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.

Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε την όψη που
έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς
Ιεροδούλου, ζυγωματικά

Τεντωμένα στ’ ακρότατα σημεία του Μεγάλου Κυνός και της Παρ-
θένου.

«Μακριά απ’ τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι της
μιάν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο
φως να ‘ναι από την πυρά που κατατρώγει όλα μου τα υπάρ-
χοντα.

»Ώμο τον ώμο οι δυό μαζί ν’ αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμε-
να, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των
άστρων

»Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα
στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι

»Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μονα-
ξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!»