27.5.06

ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ



ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ

Ι



Ξέρεις την κόμη που έγραψε τον άνεμο; Τις ματιές που παραλληλίσανε το χρόνο;
Τη σιωπή που ένιωσε τον εαυτό της;

Αλλά είσαι εσύ μια νυχτερινή επινόηση που αρέσκεται στις βροχερές εκμυστηρεύσεις. Που αρέσκεται στο τριίστιο ξάνοιγμα του πόντου. Είσαι μια περίπτωση ακατόρθωτη που όταν ναυαγήσει βασιλεύει. Μια φανταχτερή καταστροφή είσαι…

Ά! Θέλω να ρθούν τα στοιχεία που ξέρουν ν’ αρπάζουν. Η μέση των συλλογισμών μου θα ευφράνει την καμπύλη τους διάθεση. Όταν ανέβουν μεγαλώνοντας τα δαχτυλίδια ο ξαφνικός ουρανός θα πάρει το χρώμα της προτελευταίας μου αμαρτίας

Ενώ η τελευταία θα γοητεύεται ακόμη από τα μοναχικά τούτα λόγια!



ΙΙ


Ένα ποδοβολητό τελειώνει στην άκρη της ακοής. Μια σουρωμένη καταιγίδα χιμάει μες στο νεανικό στήθος που σπαταλάει την ανεξήγητη φεγγοβολή του.
Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες της καίει η απουσία.
Η επιθυμία γεννάει το δρόμο της όπου θέλει να περπατήσει. Φεύγει…

Κι ένας λαός από χέρια προς εκείνη ανάβει θαυμασμού παρανάλωμα!


ΙΙΙ


Τι όμορφη! Έχει πάρει τη μορφή της σκέψης που την αισθάνεται όταν αυτή αισθάνεται πως της είναι αφιερωμένη…


IV


Στ’ αμπέλια που δε έχουνε ηλικία κρύφτηκαν οι καλοκαιρινές μου εγκαταλείψεις. Ένας κυματισμός ονείρου τραβήχτηκε τα’ άφησε κει δε ρώτησε. Στα κουφά δίχτυα τους το βόμβο στριφογύρισαν σμήνη μέλισσες. Τα στόματα μοιάσανε στα χρώματα φύγαν μέσ’ από τ’ άνθη. Τα νερά πολύ πρωινά σταμάτησαν τη μιλιά τους νυχτερινή κι άθικτη.

Είναι για να μην ξέρεις πιά τίποτε.

Κι όμως πίσω από τα’ αγνοημένο αυτό βουναλάκι υπάρχει ένα συναίσθημα. Δεν έχει δάκρυα ούτε συνείδηση.

Δε φεύγει δεν επιστρέφει.



V


Ένα δίχτυ αόρατο συγκρατεί τον ήχο που αποκοίμισε πολλές αλήθειες. Ανάμεσα στα πορτοκάλια του δειλινού της γλιστρά η αμφιβολία. Φυσάει το αμέριμνο στόμα. Η γιορτή το κάνει να λάμπουν οι επιθυμητές επιφάνειες. Μπορεί να πιστέψει κανείς ως και τον εαυτό του. Να νιώσει την παρουσία της ηδονής ως μες στις κόρες των ματιών του.
Των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα. Και βρίσκουνε την παρθενική τους ασέλγεια μέσα στη διάφανη δροσιά της πιο νυχτερινής χλόης μου.


VI


Ένα ζαρκάδι τρέχει την κορυφογραμμή. Κι εσύ δεν ξέρεις τίποτε γι’ αυτό είναι τόσο καθαρό το διάστημα. Κι αν μάθεις ποτέ η βροχή που θα σε κατακλύσει λυπητερή θα είναι.

Φεύγα ζαρκάδι! Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή.


VII


Παραμύθια γαλουχήσανε τη βλάστηση της ηλικίας αυτής που ανεβάζει τις νεραντζιές και τις λεμονιές ως την έκπληξη των ματιών μου. Τι θα ήταν η ευτυχία με το ακατόρθωτο σώμα της αν είχε μπερδευτεί μες στις ερωτοτροπίες των χλωρών αυτών εκμυστηρεύσεων; Δυό χέρια περιμένουνε. Στον αγκώνα τους στηρίζεται ολόκληρη η γη. Στην αναμονή τους ολόκληρη η ποίηση. Πίσω απ’ το λόφο υπάρχει το μονοπάτι που χάραξε η φρέσκια περπατηξιά της διάφανης εκείνης κόρης. Είχε φύγει μεσ’ από το πρωί των ματιών μου (καθώς τα βλέφαρα είχανε κάνει το χατίρι το ήλιου τους) είχε κρυφτεί πίσω απ’ τον ίσκιο της επιθυμίας μου – κι όταν μια θέληση πήγε να την κάνει δική της αυτή χάθηκε φυσημένη από στοργικούς ανέμους που η προστασία τους ήτανε φωτεινή. Το μονοπάτι αγάπησε το λόφο κι αυτός πιά ξέρει καλά το μυστικό.

Έλα λοιπόν αλαργινή εξαφάνιση! Τίποτε άλλο δεν ποθούν περισσότερο οι αγκαλιές των κήπων. Στην αφή της παλάμης σου θ’ αναγαλλιάσουν οι καρποί που τώρα μετεωρίζονται άσκοποι. Στο διάφανο στήριγμα της κορμοστασιάς σου τα δέντρα θα βρουν τη μακροχρόνια εκπλήρωση των ψιθυρισμένων τους απομονώσεων. Στην πρώτη σου ξεγνοιασιά θ’ αυξήσουν τα χορτάρια σαν ελπίδες. Η παρουσία σου θα δροσίσει τη δροσιά.

Τότε θ’ ανοίξεις μέσα μου τα ριπίδια των συναισθημάτων. Δάκρυα συνειδήσεων πολύτιμες πέτρες επιστροφές κι απουσίες. Κι ενώ θα τρέχει ο ουρανός κάτω απ’ τις γέφυρες των πλεγμένων χεριών μας ενώ οι πιο πολύτιμοι κάλυκες θα ταιριάζουνε στα μάγουλά μας θα δώσουμε το σχήμα του έρωτα που λείπει από τις οράσεις αυτές

Τότε θα δώσουμε

Στη λειτουργία των δυσκολότερων ονείρων μια σίγουρη παλινόρθωση!