25.6.06

ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ (ε΄)



ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

ε’

Είναι κοντά η πτυχή του ανέμου που θροεί τον γαλάζιο της
περιστερεώνα – η χυμώδης πτυχή
Που ζυγίζει στο χνούδι της ερεθισμένες αιώρες
Όταν τα γέλια μυτερά σπάνε τα τσόφλια της αυγής αγγέλνοντας
το ηλιόβγαλμα
Κι όλο το πρόσωπο της γης λάμπει από μαργαρίτες
Όχι, δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη, δεν τελειώνει ο κόσμος
Δε λιώνει σήμερα η ελπίδα μου, με χλωρά σπαρτά γεμίζει τις φωλιές
των ήχων

Εύθυμα στόματα φίλησαν κορίτσια, στα κεράσια κρέμασαν
την ηδονή
Δέντρα μεγάλα στάζουνε ήλιο είναι άκακα και σκέπτονται
σαν ίσκιοι που τρέχουνε
Για κάτι ωραίο – σήμερα είναι ωραίο το προβαλλόμενο όραμα

Δροσερό μεσημέρι αφησμένο σαν βάρκα που έπλευσε όλο πάθος
Στοιβαγμένη τραγούδια και σινιάλα που τρέμουν σαν βουνοκορφές
Μακριά μακριά είναι οι μαρμάρινες επαύλεις των γυμνών γυναικών
Η καθεμιά τους ήτανε άλλοτε σταγόνα
Η καθεμιά τους είναι τώρα φως
Περνούνε το φουστάνι τους όπως περνά η μουσική στους λόφους
το στεφάνι της
Και ζούνε μες στον ύπνο τους κισσούς που ζώνουν
Μακριά μακριά είναι οι καπνοί των λουλουδιών οι οριζόντιες λίμνες
των ναρκίσσων
Τιμονιέρηδες κεφάτοι οδηγούν εκεί τα σκάφη των γοητειών
Γερμένοι στο ‘να τους πλευρό – τ’ άλλο τους είναι θαλερός τόπος
ευωχιών
Τόσες δα μέλισσες και τόσες δα κλεψύδρες ιστορούνε κι υφαίνουνε
το ανθρώπινο είδος
Σ’ ένα πελώριο διάστημα χύνεται το φως
Γεμίζει οράματα γλυπτά κι είδωλα φέγγους
Είναι τα μάτια πιά που κυριαρχούν – η γη τους είναι απλή και
κορυφαία
Καλοσύνης κοιτάσματα ένα ένα, σαν φλουριά κομμένα μες
στον ήλιο
Μες στα χείλια, μες στα δόντια, ένα ένα τ’ αμαρτήματα
Της ζωής, αγαθά ξεφλουδισμένα.