2.3.08

Ε’

ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ


Ε’






Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Κι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!

Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Και το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Κι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Και τα δυό μάτια πάνε να δακρύσουν _
Γιατί, ρωτάει ο αιτός, πού ‘ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αιτόπουλ’ απορούν πού ‘ναι το παλκάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ‘ναι ο γιός μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ‘ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ‘ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ‘ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Κοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε
ο ήλιος!