12.7.06

ΑΙΘΡΙΕΣ (ΧΙΙ - ΧΧΙ)


ΑΙΘΡΙΕΣ (ΧΙΙ - ΧΧΙ)



ΧΙΙ

Στο ρυάκι που λιάζεται
Σαν ημερήσιο επίθετο
Μιλεί ο κορυδαλλός
Δεν ξέρει καν πως βρέθηκε
Να ζει σ’ ένα σεργιάνι
Ατέλειωτο
Πως ήπιε τόσες πρωινές στιγμές
Και σχίζει με το φέγγος του
Την αιωνιότητα.

ΧΙΙΙ

Ακυβέρνητη ζωή
Σχεδία με χέρια που διανυχτερεύουν
Αγγίζοντας τα σύννεφα
Σαν πανιά
Σαν θαύματα
Γλάρων που υψώσαν ως εκεί την παρθενιά τους
Φέγγοντας τις ελπίδες με μικρές καρδιές ανθρώπων

Ω νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο.

ΧΙV

Πουλιά στα χίλια χρώματα
Των ενθουσιασμών
Ελαφρά καλοκαίρια
Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις
Που αγγίζουνε

Θ’ αδειάσουμε τη στάμνα
Θα γίνουμε γλαυκοί
Δωρητές του πελάγους.

ΧV

Ήβη της μέρας πρώτη κρήνη της χαράς
Η αρχαία μυρσίνη τινάζει τη σημαία της
Θ’ ανοίξει ο κόλπος των κορυδαλλών στο φως
Κι ένα τραγούδι θα σταθεί μετέωρο
Σπέρνοντας τα χρυσά κριθάρια της φωτιάς
Στους πέντε ανέμους

Λευτερώνοντας τη γήινη ομορφιά.

XVI

Ναι οι μηλιές ανθίζουν
Με μιάν ανάσα μουσικής μέσα στα φύλλα
Δακρύβρεχτες μορφές καρπών μετεωρίζονται
Απαλά
Μέσα στ’ αμίλητο νερό της κολυμπήθρας του ήλιου

Ναι θα στολίσουμε τη γη
Θα σφίξουμε τη μέρα
Θ’ αλαλάξουμε
Στο στήθος της αληθινής μητέρας.

XVII

Έτσι μιλεί μικρή γαλαζοαίματη
Που βγήκε από κοχύλι με δροσιά στα χείλη

Φίλη ξανθή της θάλασσας.

XVIII

Μακρινή αφοσίωση μια μέρα ελπίζει
Σφίγγει στο στήθος της τα δέντρα τα παιδιά της
Κοιτάζει τη μελλούμενη σοδειά
Φύλλα καρπούς ανθούς πολύκλαδα όνειρα

Θα ‘χει βροχές κι ανέμους για να τ’ αναθρέψει
Θα ‘χει κοιλάδες για να τ’ αναπάψει
Και για να τα πονέσει – μια βαθιά καρδιά.

XIX

Η σάρκα της ιτιάς η αρχέγονη φωτιά της νιότης
Η ανεκμετάλλευτη μιλιά της ευωδιάς της γης
Η ρίζα η σπίθα η αστραπή το σύννεφο

Σκάψιμο δίχως τέλος με χαρά και ιδρώτα
Μέσα στα μεταλλεία της καρδιάς
Μέσα στα ματωμένα σπλάχνα της οδύνης
Διάβα μέσ’ από τους πορθμούς της θύμησης
Πιο μακριά ολοένα πιο μακριά πιο πέρα
Εκεί που σβήνει τη μορφή της η έρημος.

ΧΧ

Κατασταλαγμένη μουσική
Στους βυθούς των μενεξέδων
Χώμα νοτισμένο από
Αρχαία ρέμβη εφτάχρωμη

Μόλις ακούγεται μακριά
Το καρδιοχτύπι
Κι οι αθώοι του καημοί
Πίδακες χρυσανθέμων.

ΧΧΙ

Μια τέτοια συντυχία
Το ρόδο κι ο κρουνός της μέρας
Το έμφυτο πάθος κι η αποθέωση

Το κάθε τι προσάναμμα χαράς
Το κάθε τι χέρι του χαίρε
Μεγάλη ασβεστοχρισμένη αυγή
Στην προσθαλάσσωση του πρώτου ονείρου
Φλύαρη μαρμαρυγή
Έξοδος
Στην υπαίθρια λευτεριά των κρίνων.