19.7.06

Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ (ΧV - ΧXΙ)



Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ (ΧV - ΧXΙ)


ΧV


Η μαγνητική βελόνα κινδυνεύει. Όπου και να γυρίσει θαμπώνεται από το φλογοβόλο πρόσωπο της εγκάρδιας ανατολής. Πέτα λοιπόν του γυακίνθους, τρέξε πάνω από τρυγητούς αφρών προς το ευοίωνο εξαφτέρυγο άγγελμα!

Η ανάσα του μέλλοντος αχνίζει έμψυχα δώρα.

ΧVI

Κρύψε στο μέτωπό σου τ’ άστρο που θέλησες να βρεις μέσα στο πένθος. Και μ’ αυτό προχώρησε και μ’ αυτό πόνεσε πάνω απ’ τον πόνο των ανθρώπων. Κι άφησε το λαό των άλλων να χαμηλώνει. Εσύ ξέρεις πάντοτε περισσότερα. Γι’ αυτό άλλωστε αξίζεις και γι’ αυτό σαν σηκώνεις τη σημαία σου ένα χρώμα πικρό πέφτει στις όψεις των πραγμάτων που παρομοιάζουν τον τιτάνιο κόσμο.

ΧVII

Τίποτε δεν έμαθες απ’ αυτά που γεννήθηκαν κι απ’ αυτά που πεθάνανε κάτω απ’ τους πόθους. Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δε σ’ εδάμασε και συνεχίζεις τ’ όνειρο. Τι να πουν τα πράγματα και ποια να σε περιφρονήσουν!
Όταν αστράφτεις στον ήλιο που γλιστράει επάνω σου σταγόνες κι αθάνατους γυακίνθους και σιωπές, εγώ σ’ ονομάζω μόνη πραγματικότητα. Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή, πηγή, μπουμπούκι, αχτίδα, εγώ σ’ ονομάζω μόνη πραγματικότητα. Όταν αφήνεις αυτούς που αφομοιώνονται μες στην ανυπαρξία και ξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη, εγώ από την αρχή ξυπνώ μέσα στην αλλαγή σου…
Μην παίζεις πια. Ρίξε τον άσο της φωτιάς. Άνοιξε την ανθρώπινη γεωγραφία.

XVIII

Μελαχρινή μαρμαρυγή – νανούρισμα των βλεφάρων πάνω απ’ τη μυθική απλωσιά του κόσμου.
Είναι καιρός που ρίχτηκε η σιωπή κατάστηθα στον άνεμο, είναι καιρός που ο άνεμος ένα ένα ονομάτισε τα σωθικά της.
Τώρα η φύση πιάνεται απ’ το χέρι τρέχοντας πέρα σαν παιδί, ξαφνιάζοντας τα μάτια της μ‘ έναν γαλάζιο παραπόταμο μ’ ένα φωταγωγημένο φύλλωμα, μ’ ένα σύννεφο καινούριο σε μορφή αιθρίας. Κι εγώ – σκαλίζοντας την καρδιά της καρυδιάς, πασπατεύοντας την άμμο της ακρογιαλιάς, βυθομετρώντας το απέραντο διάστημα έχασα τα σημάδια που θα σε γεννούσανε. Πού είσαι λοιπόν όταν στερεύει την ψυχή ο νοτιάς κι η Πούλια νεύει στη νυχτιά να λευτερώσει του άπειρο, πού είσαι!

ΧΙΧ

Αυτό το μπουμπούκι της φωτιάς θ’ ανοίξει όταν εσύ βαφτίσεις αλλιώς την παπαρούνα σου.
Από τότε, όπου και να γεννηθείς πάλι, όπου και να καθρεφτιστείς, όπου και να συντρίψεις το ομοίωμά σου, το πάθος μου θα βρίσκεται στον Απρίλη του ανοίγοντας με την ίδια οδυνηρή ευκολία τις εφτά συλλογισμένες φλόγες του.

ΧΧ

Τόσο φως, που κι η γυμνή γραμμή απαθανατίστηκε. Το νερό σφάλισε τους όρμους. Το μονάκριβο δέντρο ιχνογράφησε το διάστημα.
Τώρα δε μένει παρά να ‘ρθεις εσύ ώ! σμιλεμένη από την πείρα των ανέμων και ν’ αντικαταστήσεις το άγαλμα. Δε μένει παρά να ‘ρθεις εσύ και να γυρίσεις τα μάτια σου προς το πέλαγος που πια δε θα ‘ναι άλλο από τ’ ολοζώντανο το αδιάκοπο το αιώνιο ψιθύρισμά σου.

Δε μένει παρά να τελειώσεις στους ορίζοντες.

ΧΧΙ

Έχεις μια γη θανάσιμη που φυλλομετράς αδιάκοπα και δε κοιμάσαι. Τόσους λόφους λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια. Κι η μια καρδιά σου γίνεται πληθυντική εξιδανικεύοντας την πεμπτουσία τους. Κι όπου κι αν προχωρήσεις ανοίγεται το διάστημα, κι όποια λέξη κι αν στείλεις στο άπειρο μ’ αγκαλιάζει. Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε:

Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος.